Μέρη κοντινά με Εκκλησία
Τα Καλόρουμα αποτελούν μικρό οικισμό βορειοδυτικά του Μουζουρά, έκτασης περίπου 78 στρεμμάτων. Πρόκειται για έναν από τους πιο απομονωμένους οικισμούς του Ακρωτηρίου χωρίς πολλές υποδομές.
Ο Παζινός αποτελεί έναν μικρό πληθυσμιακά οικισμό έκτασης 297 στρεμμάτων. Χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πολλών διατηρητέων κτιρίων παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στον πυρήνα του καθώς και για την ενδιαφέρουσα ιστορία του. Ο οικισμός ,σύμφωνα με ενετική απογραφή του 16ου αιώνα ονομαζόταν Γκαλαγκάδω, από τον οικιστή Γκαλαγκά. Σύμφωνα με το θρύλο, οι κάτοικοι του τότε Γκαλαγκάδω μεταφέρθηκαν εκεί από το χωριό Γδερνέτο, το οποίο βρισκόταν κοντά στο Μοναστήρι του Γουβερνέτου. Το χωριό Γδερνέτο ερειπώθηκε τον 16ο αιώνα, είτε μετά από επιδρομή του Μπαρμπαρόσα (1538) ή έπειτα από την επιδημία της πανώλης που μάστιζε την Κρήτη την ίδια εποχή και είχε σαν αποτέλεσμα τον αφανισμό πολλών χωριών. Ο οικισμός μετονομάστηκε σε Παζινός πολύ αργότερα, από την ονομασία συνοικισμού στην περιφέρεια του τότε χωριού.
Η Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων είναι ένα από τα πιο σημαντικά μοναστηριακά συγκροτήματα του τέλους της Βενετοκρατίας στην Κρήτη με πλούσια προσφορά στην Ιστορία και την Παιδεία του νησιού. Βρίσκεται στους πρόποδες της οροσειράς του Σταυρού, στη θέση "Τζομπόμυλος" του ακρωτηρίου Μελέχα.
Σύμφωνα με την παράδοση που επιβεβαιώνεται και από έγγραφα των αρχείων της Βενετίας, κτίστηκε από τους αδελφούς Ιερεμία και Λαυρέντιο Τζαγκαρόλους που καταγόταν από μεγάλη Βενετοκρητική οικογένεια και είχαν ισχυρή επιρροή τόσο στον Ορθόδοξο πληθυσμό όσο και στους Καθολικούς Βενετούς.
Η Μονή της Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων χτίστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα από τους αδερφούς Ιερεμία και Λαυρέντιο, από τη βενετοκρητική οικογένεια των Τζαγκαρόλων στη θέση μικρότερης, ιδιοκτησίας του ιερομονάχου Ιωακείμ Σοφιανού. Η Μονή ανατέθηκε το 1611 στον Ιερεμία, ο οποίος άρχισε αμέσως τις οικοδομικές εργασίες. Μετά το θάνατό του το 1634 περίπου, το έργο συνεχίστηκε από το Λαυρέντιο και δεν είχε ολοκληρωθεί κατά την κατάληψη των Χανιών από τους τούρκους το 1645. Η Μονή συνέχισε να ακμάζει στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αν και με προβλήματα. Κατά το 1821 κάηκε από τους τούρκους και χάθηκαν πολλά από τα κειμήλιά της. Σήμερα η Μονή,αν και έχει μικρό αριθμό μοναχών, είναι και πάλι σε ακμή με ιδιαίτερη επίδοση στις βιοκαλλιέργειες.
Παρά τις μεταγενέστερες προσθήκες η Μονή διατηρεί αρκετά την αρχική της μορφή,που συνδέεται με την επικράτηση του Μανιερισμού στην Κρήτη από τα μέσα του 16ου αιώνα, αλλά και με την παιδεία των κτιτόρων, όπως φαίνεται και από τις δίγλωσσες επιγραφές. Είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο συγκρότημα, που αξιοποιεί το επικλινές έδαφος, με μια λύση που συναντάται στο έργο του γνωστού αρχιτέκτονα Sebastiano Serlio και το μετατρέπει σε μια τεχνητή επίπεδη αυλή, κάτω από την οποία υπάρχει μεγάλη δεξαμενή, και οι κύριες αγροτικές εγκαταστάσεις. Έτσι τα ισόγεια εξωτερικά είναι υπόγεια από την πλευρά της αυλής, με την οποία επικοινωνούν με κλίμακες. Στα σχέδια του ίδιου αρχιτέκτονα αναγνωρίζεται και το πρότυπο της μεγαλοπρεπούς κεντρικής πύλης, ενώ άλλες επιμέρους επιδράσεις του εντοπίζονται και σε άλλα σημεία.Στο κέντρο της αυλής υπάρχει το μεγάλο Καθολικό, στον αρχιτεκτονικό τύπο του τρίκογχου με τρούλο, πρόθεση, διακονικό, νάρθηκα και ανά δυο παρεκκλήσια στο ισόγειο και στο δώμα του νάρθηκα. Ακολουθεί τον προσφιλή στο Άγιον ΄Ορος τύπο, από όπου κατά την παράδοση το αντέγραψε ο Ιερεμίας. Ως προς τα επιμέρους στοιχεία ωστόσο, πρόκειται για ένα από τα τυπιικότερα έργα της Κρητικής Αναγέννησης, που αποτέλεσε το πρότυπο για μια σειρά μοναστηριακών ναών της περιοχής των Χανίων. Οι τρούλοι δεν είχαν κτιστεί ακόμα, όταν η περιοχή των Χανίων έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1645 και ολοκληρώθηκαν μαζί με τα παρεκλήσια στον όροφο το 1836. Το ξυλόγλυπτο, επίχρυσο τέμπλο κατασκευάστηκε το 1836 και το μεγαλύτερο μέρος των εικόνων του είναι έργα του ικανού ζωγράφου Μερκουρίου από τη Σαντορίνη περί το 1840. Τα τέμπλα στο νότιο παρεκκλήσιο και στο ναϊσκο του Σωτήρα χρονολογούνται από το 17ο αιώνα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ισόγειο, θολωτό οστεοφυλάκιο με τον κομψό κοιμητηριακό ναίσκο του Σωτήρα στον όροφο, η τράπεζα, το αρχικό ηγουμενείο, καθώς και οι υπόγειοι θολωτοί χώροι του ελαιοτριβείου, της κρήνης, της μεγάλη δεξαμενής και της οιναποθήκης. Την ανατολική πτέρυγα καταλαμβάνει το μεγάλο κτήριο της πρώην Εκκλησιαστικής Σχολής, που λειτουργούσε εδώ από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στη βόρεια πλευρά της Μονής υπάρχει το νεώτερο, θολωτό ελαιοτριβείο του 18ου αιώνα και μια σεορά από κτίσματα για το βοηθητικό προσωπικό.
Αν και το μεγαλύτερο μέρος των κειμηλίων χάθηκε στις διάφορε ιστορικές περιστάσεις, στο μικρό μουσείο εκτίθενται εικόνες, μεταξύ των οποίων του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (16ος αι.), του Αγίου Νικολάου (17ος αι.), του ένθρονου Παντοκράτορα, της Ζωοδόχου Πηγής και της Δευτέρας Παρουσίας, έργα του γνωστού Χανιώτη ζωγράφου ιΕμμανουήλ ιερέα Σκορδύλη γύρω. Επίσης φυλάσσονται χρυσοκέντητα άμφια, χειρόγραφο λειτουργικό ειλητάριο του 12ου αιώνα, νεώτερα χειρόγραφα, βιβλία και έγγραφα, σταυροί και άλλα εκκλησιαστικά κειμήλια.
Τα Καθιανά αποτελούν οικισμό της Δ.Κ Αρωνίου με έκταση περίπου 371 στρέμματα και μικρό αριθμό πληθυσμού. Χαρακτηρίζεται για τις ανακαινισμένες κατοικίες του, τους αρκετά μεγάλους ελεύθερους και κοινόχρηστους χώρους καθώς και τις αθλητικές εγκαταστάσεις που φιλοξενεί. Ιστορικά, αποτέλεσε μικρό μετόχι κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας.
Ο Μουζουράς αποτελεί έναν οικισμό έκτασης περίπου 226 στρεμμάτων και μικρού αριθμού κατοίκων. Στον Μουζουρά βρίσκονται κάποιες παραδοσιακές κατοικίες οι οποίες αποτελούν διατηρητέα μνημεία. Η ίδρυση του οικισμού αναφέρεται κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας.