Νομός: Λασιθίου
Διεύθυνση:
Τηλέφωνο:
Μέρη κοντινά με Χοντροβολάκοι
The monastery of the Holy Cross in Kardamoutsa is currently not manned, but was in the years of Venetian and Ottoman domination, a major male monastery. According to archival sources (Chronaki 1997, 251-254) and the inscription on the belfry which states the names of its founders and the funerary inscription on a founder’s gravestone, the foundation of the monastery by brothers Katzaras, monks Makarios, Manasses and Xenophon can be placed between the years 1570 and 1580 (Iliakis 1989).
The catholicon is a single-nave barrel-vaulted church with corners of carefully carved stonemasonry, decorative glazed plates in the east pediment and at the sanctuary niche a stone-carved ‘agiothyrido’ (agiothyrido stands for ‘gate of the saints’, and it is the name given to the east-facing sanctuary window of Greek Orthodox churches).
The monastic complex developed around the church, and was constructed in several construction phases. The catholicon and the core of the northern complex, which probably housed the kitchens, belong to the first construction phase from 1580 to 1590. In the second phase of the early 17th century warehouses were added, a two-storey building serving as abbot’s quarters, and a two-storey vaulted refectory.
The olive press was probably made in the third construction phase of the mid-17th century. Apart from the above-mentioned areas and the cells, the abbey also had a cheese-dairy, a guest-house and a vordonareio (stable). The buildings on the south side of the monastery date back to the 18th and 19th centuries.
Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στο Αρέτι, ανήκει γεωγραφικά στον Δήμο του Αγίου Νικολάου στο νομό Λασιθίου και είναι κοντά στο χωριό Καρύδι. Ιδρύθηκε από τον ευγενή Μάρκο Παπαδόπουλο ανάμεσα στα έτη 1580 και 1596, από τα χρόνια εκείνα μέχρι και το 1866 μνημονεύεται πολλάκις στις αρχειακές πηγές. Ήταν ένα μεγάλο και ισχυρό μοναστήρι, το οποίο στα χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας διετέλεσε και έδρα της επισκοπής Πέτρας. Μετά την επανάσταση του 1821 οι Τούρκοι λεηλάτησαν και πυρπόλησαν το μοναστήρι, καταστρέφοντας έτσι κειμήλια, έπιπλα καθώς και τη βιβλιοθήκη που περιείχε έγγραφα και βιβλία από τα χρόνια της Βενετοκρατίας. Η μονή ανακαινίστηκε το 1844 και λειτούργησε κανονικά με μικρό αριθμό μοναχών, ενώ το 1991 άρχισε η προσπάθεια αναστήλωσής της που σήμερα έχει ολοκληρωθεί.
Η είσοδος στη μοναστηριακό συγκρότημα γίνεται μέσω στοάς, δίπλα στο πατητήρι, που οδηγεί στις μεγάλες θολωτές αποθήκες, το στάβλο και την πύλη της εσωτερικής αυλής. Στον κυρίως περίβολο εσωκλείονται υδατοδεξαμενές και τα περισσότερα ενδιαιτήματα. Στις διώροφες πτέρυγες βρίσκονται τα κελιά, το μαγειρείο, το αρτοποιείο, η τράπεζα, οι αποθήκες, το σιδηρουργείο και άλλες εγκαταστάσεις. Εκτός του κλειστού περιβόλου βρίσκονται δύο μεγάλες ανοιχτές δεξαμενές, το ελαιοτριβείο και το τυροκομείο. Το καθολικό της μονής βρίσκεται στο κέντρο του περιβόλου, είναι ναός μονόχωρος καμαροσκέπαστος με οξυκόρυφη καμάρα και λιθανάγλυφο θύρωμα. Το κωδωνοστάσιο του φέρει καμπάνα με επιγραφή 1618. Στον περίβολο βρίσκεται και δεύτερος ναός της Βενετοκρατίας, ο Άγιος Λάζαρος, με ταφικό χαρακτήρα. Είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος με επίσης λιθανάγλυφο θύρωμα. Τέλος, πρόσφατα εγκαινιάστηκε μέσα σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο της μονής ο ναΐσκος του Οσίου Μακαρίου του Αιγυπτίου.