Μέρη κοντινά με Ηρώον
Το σημερινό χωριό είναι από τα παλαιότερα της περιοχής. Το Χουμεριάκο αναφέρεται στην επαρχία Μεραμπέλου από τον Μπαρότση το 1577.
Παρότι στο χωριό έχε βρεθεί αρχαία λάρνακα, πήλινα αγγεία και κομμάτια χάλκινων αντικειμένων (1958) Υστερομινωικής περιόδου (Αρχαιολογική Συλλογή Νεάπολης) δε έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια η χρονολογία του πρώτου οικισμού του Χουμεριάκου. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι κατοικείται τουλάχιστον από τα χρόνια της Βενετοκρατίας.
Για τον οικισμό γίνεται αναφορά στον κατάλογο των χωριών της Βενετικής Τούρμας (13ος και 14ος αιώνας) και στο κατάστιχο του Σεξτέριου ανάμεσα στα έτη 1227-1418. Αναφέρεται στις απογραφές των ετών 1577, 1580-1590, 1583, 1630 και το 1640 σε κάποιο έγγραφο.
Την περίοδο της Βενετοκρατίας ήταν ο τρίτος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας (η Κριτσά ήταν το μεγαλύτερο και δεύτερο ερχόταν το Καινούργιο χωριό (Νεάπολη), ήκμασε λόγω θέσεως και παραγωγικότητας, αφού αναφέρεται και σαν έδρα τριών Νοταρίων (Συμβολαιογράφων).
Τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας ο Χουμεριάκος σημειώνεται το 1671, το 1756, το 1834 και το 1881. Από έγγραφο του 1756 είναι γνωστό ότι στο Χουμεριάκο υπήρχε ισλαμικό τέμενος, τζαμί δηλαδή, που είχε ιδρύσει ο Σιαβούς Πασάς.
---
Τοποθεσία - Ασχολίες κατοίκων
Ο Χουμεριάκος ή το Χουμεριάκο είναι σύγχρονος οικισμός που βρίσκεται στην κοιλάδα του Μεραμπέλου, πάνω σε τρεις μικρούς λόφους, σε υψόμετρο 240μ. Το Χουμεριάκο βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού "Κατσόματος". Μπροστά του απλώνεται ο κάμπος το Μεραμπέλου με πολλές ελιές, αμυγδαλιές και χαρουπιές και για το λόγο αυτό οι κάτοικοι του χωριού διατηρούσαν κήπους με κηπευτικά -υπάρχουν αρκετοί και σήμερα -και ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία. Τα προϊόντα που παράγονταν ήταν το λάδι, το κρασί, τα χαρούπια και τα αμύγδαλα.
Δήμος Χουμεριάκου
Το Χουμεριάκο ήταν έδρα Δήμου στον οποίο ανήκαν τα χωριά και μετόχια, Λίμνες, Δράκος, Καλολάκκος, Αγία Πελαγία, Λενικά, Έξω Λακώνια, Βρύσες, Αμυγδάλοι, Ζένια, Αρκουδάς, Ρουσαπιδιά, Πλατυπόδι, Νικηθιανό. Επίσης όσον αφορά στον οικισμό του Αγίου Νικολάου ένα μεγάλο μέρος του υπάγονταν στο Δήμο Χουμεριάκου. Εκτός τους οικισμούς Λενικά, Πίσιδες, Κατσίκια, Ξερόκαμπο όλη η δυτική περιοχή δυτικά της Αγίας Ειρήνης μετά την οδό Περικλέους (στον Άγιο Νικόλαο) Αράπικα, Παραλιακός, Αμμούδι, Όρμος, Καθολικό και Χαβάνια, μέχρι τα Πλευρά οι λόφοι πάνω από τη Λίμνη, η Καζάρμα, το μεγαλύτερο μέρος του Λάκκου, τα Νόμια, η Αμμούδα και ο Αγγελαμιάρης αποτελούσαν επικράτεια του δήμου Χουμεριάκου (Ο Άγιος Νικόλαος και η Περιοχή του, Έκδοση Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Αγίου Νικολάου, σελ 251, 2010).
Το σημερινό χωριό είναι από τα παλαιότερα της περιοχής. Το Χουμεριάκο αναφέρεται στην επαρχία Μεραμπέλου από τον Μπαρότση το 1577.
Παρ' ότι στο χωριό έχε βρεθεί αρχαία λάρνακα, πήλινα αγγεία και κομμάτια χάλκινων αντικειμένων (1958) Υστερομινωικής περιόδου (Αρχαιολογική Συλλογή Νεάπολης) δε έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια η χρονολογία του πρώτου οικισμού του Χουμεριάκου. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι κατοικείται τουλάχιστον από τα χρόνια της Βενετοκρατίας.
Για τον οικισμό γίνεται αναφορά στον κατάλογο των χωριών της Βενετικής Τούρμας (13ος και 14ος αιώνας) και στο κατάστιχο του Σεξτέριου ανάμεσα στα έτη 1227-1418. Αναφέρεται στις απογραφές των ετών 1577, 1580-1590, 1583, 1630 και το 1640 σε κάποιο έγγραφο.
Την περίοδο της Βενετοκρατίας ήταν ο τρίτος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας (η Κριτσά ήταν το μεγαλύτερο και δεύτερο ερχόταν το Καινούργιο χωριό (Νεάπολη), ήκμασε λόγω θέσεως και παραγωγικότητας, αφού αναφέρεται και σαν έδρα τριών Νοταρίων (Συμβολαιογράφων).
Τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας ο Χουμεριάκος σημειώνεται το 1671, το 1756, το 1834 και το 1881. Από έγγραφο του 1756 είναι γνωστό ότι στο Χουμεριάκο υπήρχε ισλαμικό τέμενος, τζαμί δηλαδή, που είχε ιδρύσει ο Σιαβούς Πασάς.
Ρομάνα Πορτέλα
Το κτιριακό αυτό συγκρότημα βρίσκεται μέσα στον οικισμό του Χουμεριάκου και αποτελούσε αστική κατοικία της εποχής της βενετοκρατίας (Palazzo) χρονολογούμενο στον 16ο -17ο μ.Χ. αιώνα με βάση τα μορφολογικά και κατασκευαστικά του στοιχεία.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας κατοικούσε ο Χουρσίτ πασάς. Είχε απαγάγει μια όμορφη Κριτσωτοπούλα, κόρη του πρωτόπαπα της Κριτσάς, τη ΄΄Ροδάνθη΄΄ , η οποία τον σκότωσε για να γλυτώσει απ' αυτόν και στη συνέχεια κατέφυγε στα Λασιθιώτικα βουνά όπου συνάντησε τον καπετάν Καζάνη προκειμένου να πολεμήσει μαζί με τους αντάρτες τους Τούρκους και στην πορεία αυτή διακρίθηκε για την τόλμη και το θάρρος της.
Διασώζει το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού βενετσιάνικου κτίσματος με ορισμένες προσθήκες οθωμανικής περιόδου. Έχει επιμελημένη κατασκευή και ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. «Την αρχική μεγαλοπρέπεια του μνημείου δηλώνει η επιβλητική θύρα εισόδου στον αύλειο χώρο του κτιριακού συγκροτήματος. Το ημικυκλικό θύρωμα διαμορφώνεται εναλλάξ από επίπεδους και εξέχοντες ορθογώνιους λίθους με καμπυλωμένες τις ακμές τους. Το θύρωμα εγγράφεται μέσα σε ένα ορθογώνιο πλαίσιο από λαξευτή λιθοδομή που επιστρέφεται με εξέχον γείσο. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η λίθινη κλίμακα που οδηγεί στον όροφο η οποία κάμπτεται σε σχήμα Γ. Το κτίριο μνημονεύεται στο έργο του Giuseppe Gerola «I monumenti veneti nell' isola di Creta» τομ. ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν/. 3028/2002 «περί προστασίας των Αρχαιοτήτων και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» το συγκρότημα αποτελεί αρχαίο μνημείο και προστατεύεται από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου». Ο χώρος χρειάζεται να αναδειχτεί περισσότερο με διάφορες παρεμβάσεις, έτσι ώστε να αποτελέσει πόλο έλξης επισκεπτών.
Ο ναός βρίσκεται μέσα στο χωριό και 20 μέτρα νότια από τον κεντρικό δρόμο. Ο ναός είναι ελαφρώς υποβαθμισμένος σε σχέση με το σύγχρονο επίπεδο του εδάφους. Είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος, με βόρεια είσοδο και φέρει κτητορική επιγραφή με χρονολογία 1580. Η επιγραφή αναφέρει: «ΑΦΠ (1580) ΗΚΟΔΟΜΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ ΔΙ ΕΞΟΔΟΥ ΚΑΙ ΚΟΠΟΥ ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΒΑΛΟΥ ΠΟΤΕ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΚΟΣΤΑ ΑΞΑΔΕΡΦΟΥ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΜΙΧΑΗΛ ΙΕΡΕΩΣ ΙΩΣ ΜΑΝΟΥΗΛ ΤΟΥ ΑΝΩΘΕ».
Αρχαιολογικός χώρος ανατολικά από την Νεάπολη Μεραμπέλου, αριστερά του δρόμου προς την Φουρνή, πάνω στο ύψωμα Αγ. Αντώνιος, από το ομώνυμο εξωκκλήσι που είναι στην κορυφή, γνωστός και με την ονομασία Χώρες.
Φαίνεται ότι η Δρήρος ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των κρητικών πόλεων που χτίζονται μετά από τα κύματα των εισβολών και επιδρομών, τα οποία αποδίδονται στους “Λαούς της Θαλάσσης” και στους “Δωριείς” (όπως το Βρώκαστρο, το Καβούσι και ο Πρινιάς) και είναι πόλεις φυσικά οχυρές. Η πόλη της Δρήρου πρέπει να άκμασε κατά την γεωμετρική και την αρχαϊκή περίοδο, γιατί τα εκτεταμένα ερείπια που έχουν διασωθεί ανήκουν κυρίως στην περίοδο από τον 8ο ως τον 6ο π.Χ. αιώνα. Στην ίδια εποχή ανήκει και μεγάλος αριθμός από τις επιγραφές που βρέθηκαν εκεί, ανάμεσά τους και ο περίφημος “ιερός νόμος” της Δρήρου, ο παλαιότερος από όσους μας έχουν διασωθεί. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν νομικό κώδικα της πόλης, που συντάχθηκε τον 7ο π.Χ. αιώνα, εποχή κατά την οποία οι ελληνικές πόλεις, η μία μετά την άλλη, αρχίζουν να κωδικοποιούν τους νόμους τους ως ένα είδος Συντάγματος. Σύμφωνα με τη φιλολογική παράδοση, η Κρήτη υπήρξε πρωτοπόρα σε αυτό το πεδίο και η επιγραφή της Δρήρου αποτελεί την παλαιότερη αρχαιολογική ένδειξη του θεσμού. Για την κλασική περίοδο της Δρήρου όχι μόνο δεν υπάρχει καμιά ιστορική μνεία, αλλά και η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία ερειπίων στην περιοχή μαρτυρεί ότι η πόλη, ακόμη και αν υπήρχε, κατά τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα, σίγουρα δεν ήταν σε ακμή. Τον 3ο π.Χ. αιώνα η Δρήρος είναι σύμμαχος της Κνωσού και αντίπαλος των γειτονικών πόλεων Λύττου και Μιλάτου. Η μεγάλη έχθρα των Δρηρίων προς τους γείτονες τους εκφράζεται θαυμάσια στον περίφημο όρκο των Δρηρίων Εφήβων, που διασώζεται σε επιγραφή του τέλους του 3ου π.Χ. αιώνα. Η επιγραφή βρίσκεται σήμερα στην Κωνσταντινούπολη στο επιγραφικό Μουσείο. Δημοσιεύτηκε αρχικά από το βρυσανό γιατρό Βελονάκη στην εφημερίδα “Αθηνά” το 1855. Στο κείμενο του όρκου αυτού, που ήταν γραμμένο στη δωρική διάλεκτο και κατά τον αρχαϊκό τρόπο “επί κύρβεως”, δηλ. πάνω σε μια τετράπλευρη περιστρεφόμενη στήλη, διακρίνονται, πέρα από τις εξωτερικές έχθρες των Δρηρίων, και εσωτερικές διχόνοιες. Γι’ αυτόν τον λόγο η αναγραφή του όρκου αυτού, στο τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα, σε στήλη στο πρυτανείο της πόλης (“ανδρείον”), αποδίδεται σε εσωτερικά προβλήματα και σε αναζωογόνηση της συμμαχίας με την Κνωσό εν όψει του πολέμου κατά των Λυττίων το 220 π.Χ. Επίσης, όπως προκύπτει από άλλες επιγραφές, το πολίτευμα της πόλης γίνεται αυτή την εποχή δημοκρατικότερο και οι σχέσεις με τη γειτονική Μίλατο βελτιώνονται. Δεν γνωρίζομε τι συνέβη στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα και κατά περίεργο τρόπο η Δρήρος δεν εμφανίζεται στη συνθήκη των κρητικών πόλεων με τον Ευμένη Β΄της Περγάμου το 183 π.Χ. Φαίνεται όμως έτι τον 2ο π.Χ. αιώνα η Δρήρος παύει τελικά να είναι ανεξάρτητη πόλη και υπάγεται στην Κνωσό (ή, σύμφωνα με κάποιες άλλες επιγραφικές πληροφορίες, στη Λύττο). Στα ρωμαϊκά χρόνια ο ένας από τους δύο λόφους της πόλης, ο ανατολικός, αποκτά τείχος με πύργο, που βέβαια αποδεικνύει την εγκατάσταση ρωμαϊκής φρουράς. Οι κύριες θεότητες της πόλης ήταν πάντα ο Απόλλων Δελφίνιος και η Αθηνά Πολιούχος. Η τελευταία εικονίζεται και στα λίγα ελληνιστικά νομίσματα της Δρήρου που έχουν διασωθεί, τα οποία φέρουν από την μια όψη την κεφαλή της Θεάς και από την άλλη τα γράμματα ΔΡ. Από τα ευρήματα των ανασκαφών, εκτός από τις επιγραφές, ιδιαίτερα σημαντικά είναι τρία χάλκινα σφυρήλατα αγάλματα των αρχαϊκών χρόνων, που βρήκαν το 1935 χωρικοί αγρότες στο χώρο της Δρήρου κι’ ένα λίθινο γοργόνειο που βρήκε ο Ξανθουδίδης το 1917, από διακόσμηση αρχαϊκού ναού.
Χώρες, Μονή Αγίου Γεωργίου
Ο Άγιος Γεώργιος βρίσκεται σε υψόμετρο 350 μ., βόρεια από το λόφο του Αγίου Αντωνίου όπου υψώνεται ο ομώνυμος ναός της Βενετοκρατίας. Στη θέση αυτή, με τη θαμνώδη βλάστηση και τα ελαιόδενδρα, βόρεια της ελληνιστικής πόλης Δρήρου, τοποθετείται το μετόχι Χώρες της Βενετοκρατίας.
Ο ναός είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος. Η είσοδος ανοίγεται στη βόρεια όψη η οποία είναι στραμμένη προς τον κάμπο της Φουρνής και έχει απλό ημικυκλικό ανακουφιστικό τόξο, το οποίο περικλείεται σε ορθογώνιο πλαίσιο και στέφεται από εξέχον οριζόντιο γείσο. Το δίλοβο αγιοθύριδο της κόγχης του ιερού περιτρέχεται από ανάγλυφη, φυτική κυρίως, διακόσμηση.
Το σύνολο ερειπίων και δομών που εντοπίζονται νοτιοδυτικά του ναού, καθώς και η δεξαμενή συλλογής ομβρίων υδάτων στα βορειοανατολικά του ιερού, πιθανόν να ανήκουν στο μετόχι Χώρες ή το μοναστηριακό συγκρότημα του Αγίου Γεωργίου.
Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου που ταυτίζεται με το συγκεκριμένο μνημείο αναφέρεται σε έγγραφο του 1632, όταν χωράφια στις Χώρες και το μοναστήρι υποθηκεύονται στο Αρέτι για κάποιο χρέος.