Νομός: Λασιθίου



Τρυπητός Επάνω Επισκοπής
Οχυρωματικό κτίσμα κλασικής-ελληνιστικής περιόδου που βρίσκεται σε ύψωμα στη θέση Τρυπητός του χωριού Επάνω Επισκοπή (νομός Λασιθίου/επαρχία Σητείας). Η θέση «Τρυπητός» βρίσκεται σε απόσταση περίπου 1 χλμ. ανατολικά του χωριού Επάνω Επισκοπή (νομός Λασιθίου/επαρχία Σητείας) και πλησίον του ποταμού Παντέλη. Πιθανώς, πρόκειται για φρούριο που συνδεόταν με την αμυντική κάλυψη της επικράτειας της Πραισού.
Το κτίσμα
Διασώζεται τοίχος του κτηρίου σε ύψος 2,10 μ. και 24 μ. αντίστοιχα–, ο οποίος αποτελείται από μεγάλους πελεκητούς παραλληλεπίπεδους λίθους και είναι κατασκευασμένος κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Τα διάκενα μεταξύ των λίθων είναι φραγμένα με μικρότερες πέτρες. Ο Πλάτων σημειώνει ότι, κατά την επίσκεψή του, η βορειοδυτική γωνία του κτηρίου διασωζόταν σε αρκετά καλή κατάσταση, έτερη γωνία ήταν επιχωσμένη, ενώ τα εσωτερικά τοιχώματα ήταν ήδη κατεστραμμένα. Ο ίδιος χρονολογεί τα ευρεθέντα όστρακα κεραμικής και κατ’ επέκταση το κτίσμα στα κλασικά χρόνια, ενώ ο Παπαδάκης το τοποθετεί στα κλασική-ελληνιστική εποχή. Περίπου 80 μ. δυτικότερα του χώρου ο Πλάτων εντόπισε θραύσματα μεγάλης λεκάνης κυλινδρικού σχήματος, «ομοιαζούσης προς κιονόκρανον», η οποία θεωρεί ότι μεταφέρθηκε εκεί δευτερευόντως από το κτίσμα.
Ο Πλάτων ερμήνευσε το κτήριο ως οχυρωματικό, ερμηνεία που έχει καθιερωθεί καθώς ο Παπαδάκης το περιγράφει ως φρούριο-φυλάκιο. Το 1980 κηρύχθηκε ως αρχαιολογικός χώρος με τον χαρακτηρισμό «κλασσικό ελληνιστικό φρουριακό συγκρότημα». Εάν γίνει αποδεκτή αυτή η ερμηνεία, το κτίσμα θα πρέπει να ανήκε στην κατηγορία των φρουρίων με ορθογώνια ή τετράγωνη κάτοψη και να διέθετε στο εσωτερικό του περαιτέρω κτίσματα για τη φρουρά. Το σωζόμενο μήκος της πλευράς υποδεικνύει ότι το φρούριο ήταν μεγάλων διαστάσεων.
Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Nadia Coutsinas που μελέτησε πρόσφατα τις οχυρώσεις της Κρήτης για την περίοδο που μας απασχολεί –στον κατάλογο των οποίων, ωστόσο, δεν συμπεριλαμβάνει το κτίσμα στον Τρυπητό– τα μεμονωμένα αυτά οχυρά ήλεγχαν την επικράτεια μιας μεγάλης πόλης. Κατά τον Παπαδάκη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τη γειτονική Πραισό. Η τελευταία ανήκε κατά τα κλασικά-ελληνιστικά χρόνια στις ισχυρότερες κρητικές πόλεις και η επικράτειά της κατελάμβανε μεγάλο μέρος της περιοχής της Σητείας. Η Πραισός, πάντως, πέραν ίσως της περιοχής των Ακροπόλεων Α και Β, δεν διέθετε τείχη όπως, εξάλλου, και αρκετές άλλες σημαντικές πόλεις της Κρήτης. Το φρούριο του Τρυπητού, ελέγχοντας την κοιλάδα του ποταμού Παντέλη και το οδικό δίκτυο στα βορειοδυτικά όρια της Πραισού, πιθανώς εντασσόταν σε ένα ευρύτερο σύστημα αμυντικών δομών και παρατηρητηρίων της πόλης. Επιπλέον, η επιμελημένη τοιχοποιία του αντικατόπτριζε σε συμβολικό επίπεδο τον πλούτο και την ισχύ της πόλης που προστάτευε. Πάντως, σύμφωνα πάλι με την Coutsinas, τα μεμονωμένα εξωαστικά φρούρια στο εσωτερικό της Κρήτης είναι περιορισμένα, αν και σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται ότι συνδέονται με ατείχιστες πόλεις. Όπως και να έχει, θα χρειαστούν περαιτέρω έρευνες και τεκμηρίωση για την ένταξη του κτίσματος στον Τρυπητό στα ειδικότερα ιστορικά, χωρικά και αρχιτεκτονικά συγκείμενά του.
Μέρη κοντινά με Τρυπητός Επάνω Επισκοπής


Το κεντρικό κλίτος είναι αφιερωμένο στο Γενέσιο της Θεοτόκου και τα πλαϊνά στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και στον Άγιο Γεώργιο.
Μεγάλη σε μέγεθος τρίκλιτη βασιλική μήκους 16,50 μ. κτισμένη σε θέση μεγαλύτερου παλαιοχριστιανικού ναού που έχει εντοπιστεί κατά τις εργασίες διάνοιξης παρακείμενων δρόμων. Η τυπολογία του ναού σε συνδυασμό με το όνομα του οικισμού αναμφίβολα θα πρέπει να συσχετισθούν με την παρουσία επισκόπου. Άλλωστε, ο ναός φέρει βενετσιάνικο οικόσημο και αναφέρεται ως θερινή έδρα του Λατίνου Επισκόπου επί Βενετοκρατίας. Με την μεσοβυζαντινή φάση του ναού ενδεχομένως συνδέεται και το αρκοσόλιο στο δυτικό πέρας του βόρειου τοίχου που θα πρέπει να συνδέεται με την ταφή εντός του ναού κάποιου σημαντικού προσώπου της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Σήμερα οι ανατολικές απολήξεις των δύο πλαγίων κλιτών είναι αφιερωμένες ως παρεκκλήσια στον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Παλιός νερόμυλος που τα τελευταία χρόνια ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Φυγετάκη και από αυτούς πήρε και το σημερινό όνομα. Πρόκειται για μεσαιωνικό μύλο. Ο Ξανθουδίδης αναφέρει ότι στο πηγάδι του Μύλου του Φυγέτο είδε επιγραφή που έγραφε « Οικοδομήθη ο υδρόμυλος ούτος δι’εξόδου και κόπου Γυεώργη Καρπαθήου του Δοξαρά επί Έτους 6979 μηνί Μαΐω» (1471 από Χριστού γεννήσεως).
Σήμερα το όλο σύμπλεγμα του μύλου είναι ερειπωμένο καλυμμένο από άγρια βλάστηση.

Τιμιος Σταυρος. Παλιος κοιμητηριακος ναος της Μαρωνιας. Η βαρια επεμβαση στηριξης που δεχθηκε πριν μερικες δεκαετιες, με ενισχυσεις απο μπετον, μειωσε την αυθεντικοτητα του. Ωστοσο υπαρχουν καποια στοιχεια - μαρτυρες της παλαιοτητας του. Ενα εντοιχισμενο γλυπτο με αδρη ολοσωμη μορφη στην κορυφη του ανατολικου αετωματος πανω απο την κογχη του ιερου, πρεπει να τοποθετηθηκε σε δευτερη χρηση στην αρχικη κτασκευη. Επισης το ιδιομορφο παραθυρο στη νοτια πλευρα, που παραπεμπει σε αναλογα στοιχεια της δυτικης αρχιτεκτονικης, δειχνει οτι ο ναος ειναι συγχρονος με τον Αγιο Αντωνιο Μαρωνειας.

Την περιοχή, που περιλαμβάνεται μέσα στους δυο βραχίονες, Καλαμαύκι και Παντελή, του σημερινού ποταμού Στόμιου (του αρχαίου Διδύμου), καταλάμβανε η αρχαία μεγαλούπολη των Ετεοκρητών Πραισός, η οποία ήταν μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Ανατολικής Κρήτης. Ήταν κτισμένη πάνω σε τρεις λόφους και περιβάλλονταν από δυνατό τείχος, που υπολείμματα του σώζονται σε ορισμένα σημεία και μάλιστα ΒΑ του μεγάλου λόφου, όπου ήταν η έδρα των Αρχών της πόλης. Το τείχος άφηνε έξω τον τρίτο γήλοφο Βωμό-Ιερό όπως και το Ιερό Σπήλαιο στη θέση Σκάλες. Ύστερα από την κατάκτηση της Κρήτης από τους Δωριείς το 12ο αιώνα π.Χ. οι Ετεόκρητες, δηλαδή οι γνήσιοι Κρήτες αποσύρθηκαν προς τα ανατολικά του νησιού, όπου περισώσαν το γνήσιο μινωικό χαρακτήρα τους, τη γλώσσα, τη θρησκεία και τη λατρεία του Δικταίου Δία. Η Πραισός βρισκόταν στο κέντρο της χερσονήσου Σητείας και είχε λιμάνια στο Βόρειο πέλαγος, το Κρητικό, την Ητεία (Σητεία) και στο Ν, το Λιβυκό, τις Στήλες, όπως φαίνεται σε ψήφισμα των Πραισίων, κατά τους Μακεδονικούς χρόνους, που αφορά την αλιεία και το εμπόριο του πορφυρογενούς κογχυλίου και τη μίσθωση γι' αυτό του ναυτικού των Στηλιτών. Οι Ιεραπύτνιοι, που ήταν δωρικής καταγωγής, ύστερα από πολυχρόνιο πόλεμο, νίκησαν τους Ετεόκρητες της Πραισού, και κατάστρεψαν την πόλη τους. Το μέρος φαίνεται να κατοικούνταν από τη Νεολιθική εποχή. Στο σπήλαιο που βρίσκεται στη θέση Σκάλες, στη συμβολή των χειμάρρων Καλαμαύκι και Παντελή, βρέθηκε νεολιθική και καμαραϊκή κεραμική. Το 1884 ο Federico Halbherr ανακάλυψε στην Πραισό την πρώτη ετεοκρητική επιγραφή και βρήκε μεγάλο αριθμό πήλινων ειδωλίων Από τις ανασκαφές που έκανε η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή αποδείχτηκε ότι η Πραισός ήταν πόλη των ιστορικών - ελληνικών χρόνων. Η αρχαιότερη ετεοκρητική Πραισός, η μνημονευόμενη από το Στράβωνα υπήρξε όχι μακριά από τα σημερινά ερείπια, η οποία καταστράφηκε και οι τελευταίοι απόγονοι των Ετεοκρητών έκτισαν, μαζί με τους Δωριείς αποίκους, μετά το 12ο αιώνα π.Χ., τη νέα πόλη στη γνωστή σημερινή θέση των ερειπίων. Η περιοχή του "κράτους" της Πραισού καταλάμβανε ολόκληρη τη σημερινή χερσόνησο της Σητείας, που λεγόταν τότε ετεοκρητική χερσόνησος, ή χερσόνησος των Πραισίων, εκτός της χώρας Ιτάνου. Το πολίτευμα της ελληνικής - γεωμετρικής Πραισού ήταν δημοκρατικό, με όργανα τους κόσμους, τη γερουσία και την εκκλησία του Δήμου. Σαν αυτόνομη πόλη έκοψε νομίσματα από τα οποία είναι γνωστά πολλά είδη Στα περισσότερα παριστάνονται ο Ηρακλής, ο Ζευς, ο Απόλλωνας και η Δήμητρα με τη λέξη ΠΡΑΙΣΙΩΝ. Πάνω στο λόφο της Πραισού ανασκάφηκε το 1935 τάφος, στον οποίον είχε ταφεί Πραίσιος αθλητής, μαζί με τα έπαθλα του, που τα πιο χαρακτηριστικά ήταν δυο ζωγραφισμένοι αθηναϊκοί αμφορείς του 560 - 500 π.Χ. Ο αθλητής φαίνεται να έλαβε μέρος και να ενίκησε στους παναθηναϊκούς αγώνες. Στην Πραισό έχουν αφήσει τα ίχνη τους όλοι οι αιώνες. Εδώ αντιπροσωπεύονται η νεολιθική εποχή, η μυκηναϊκή, η γεωμετρική, η ελληνιστική, η βενετσάνικη. Ακόμη και οι Τούρκοι άφησαν δυο κρήνες στους Βαβέλους.