Νομός: Λασιθίου



Μέρη κοντινά με Τίμιος Σταυρός

Αρχαιολογικός χώρος ανατολικά από την Νεάπολη Μεραμπέλου, αριστερά του δρόμου προς την Φουρνή, πάνω στο ύψωμα Αγ. Αντώνιος, από το ομώνυμο εξωκκλήσι που είναι στην κορυφή, γνωστός και με την ονομασία Χώρες.
Φαίνεται ότι η Δρήρος ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των κρητικών πόλεων που χτίζονται μετά από τα κύματα των εισβολών και επιδρομών, τα οποία αποδίδονται στους “Λαούς της Θαλάσσης” και στους “Δωριείς” (όπως το Βρώκαστρο, το Καβούσι και ο Πρινιάς) και είναι πόλεις φυσικά οχυρές. Η πόλη της Δρήρου πρέπει να άκμασε κατά την γεωμετρική και την αρχαϊκή περίοδο, γιατί τα εκτεταμένα ερείπια που έχουν διασωθεί ανήκουν κυρίως στην περίοδο από τον 8ο ως τον 6ο π.Χ. αιώνα. Στην ίδια εποχή ανήκει και μεγάλος αριθμός από τις επιγραφές που βρέθηκαν εκεί, ανάμεσά τους και ο περίφημος “ιερός νόμος” της Δρήρου, ο παλαιότερος από όσους μας έχουν διασωθεί. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν νομικό κώδικα της πόλης, που συντάχθηκε τον 7ο π.Χ. αιώνα, εποχή κατά την οποία οι ελληνικές πόλεις, η μία μετά την άλλη, αρχίζουν να κωδικοποιούν τους νόμους τους ως ένα είδος Συντάγματος. Σύμφωνα με τη φιλολογική παράδοση, η Κρήτη υπήρξε πρωτοπόρα σε αυτό το πεδίο και η επιγραφή της Δρήρου αποτελεί την παλαιότερη αρχαιολογική ένδειξη του θεσμού. Για την κλασική περίοδο της Δρήρου όχι μόνο δεν υπάρχει καμιά ιστορική μνεία, αλλά και η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία ερειπίων στην περιοχή μαρτυρεί ότι η πόλη, ακόμη και αν υπήρχε, κατά τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα, σίγουρα δεν ήταν σε ακμή. Τον 3ο π.Χ. αιώνα η Δρήρος είναι σύμμαχος της Κνωσού και αντίπαλος των γειτονικών πόλεων Λύττου και Μιλάτου. Η μεγάλη έχθρα των Δρηρίων προς τους γείτονες τους εκφράζεται θαυμάσια στον περίφημο όρκο των Δρηρίων Εφήβων, που διασώζεται σε επιγραφή του τέλους του 3ου π.Χ. αιώνα. Η επιγραφή βρίσκεται σήμερα στην Κωνσταντινούπολη στο επιγραφικό Μουσείο. Δημοσιεύτηκε αρχικά από το βρυσανό γιατρό Βελονάκη στην εφημερίδα “Αθηνά” το 1855. Στο κείμενο του όρκου αυτού, που ήταν γραμμένο στη δωρική διάλεκτο και κατά τον αρχαϊκό τρόπο “επί κύρβεως”, δηλ. πάνω σε μια τετράπλευρη περιστρεφόμενη στήλη, διακρίνονται, πέρα από τις εξωτερικές έχθρες των Δρηρίων, και εσωτερικές διχόνοιες. Γι’ αυτόν τον λόγο η αναγραφή του όρκου αυτού, στο τέλος του 3ου π.Χ. αιώνα, σε στήλη στο πρυτανείο της πόλης (“ανδρείον”), αποδίδεται σε εσωτερικά προβλήματα και σε αναζωογόνηση της συμμαχίας με την Κνωσό εν όψει του πολέμου κατά των Λυττίων το 220 π.Χ. Επίσης, όπως προκύπτει από άλλες επιγραφές, το πολίτευμα της πόλης γίνεται αυτή την εποχή δημοκρατικότερο και οι σχέσεις με τη γειτονική Μίλατο βελτιώνονται. Δεν γνωρίζομε τι συνέβη στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα και κατά περίεργο τρόπο η Δρήρος δεν εμφανίζεται στη συνθήκη των κρητικών πόλεων με τον Ευμένη Β΄της Περγάμου το 183 π.Χ. Φαίνεται όμως έτι τον 2ο π.Χ. αιώνα η Δρήρος παύει τελικά να είναι ανεξάρτητη πόλη και υπάγεται στην Κνωσό (ή, σύμφωνα με κάποιες άλλες επιγραφικές πληροφορίες, στη Λύττο). Στα ρωμαϊκά χρόνια ο ένας από τους δύο λόφους της πόλης, ο ανατολικός, αποκτά τείχος με πύργο, που βέβαια αποδεικνύει την εγκατάσταση ρωμαϊκής φρουράς. Οι κύριες θεότητες της πόλης ήταν πάντα ο Απόλλων Δελφίνιος και η Αθηνά Πολιούχος. Η τελευταία εικονίζεται και στα λίγα ελληνιστικά νομίσματα της Δρήρου που έχουν διασωθεί, τα οποία φέρουν από την μια όψη την κεφαλή της Θεάς και από την άλλη τα γράμματα ΔΡ. Από τα ευρήματα των ανασκαφών, εκτός από τις επιγραφές, ιδιαίτερα σημαντικά είναι τρία χάλκινα σφυρήλατα αγάλματα των αρχαϊκών χρόνων, που βρήκαν το 1935 χωρικοί αγρότες στο χώρο της Δρήρου κι’ ένα λίθινο γοργόνειο που βρήκε ο Ξανθουδίδης το 1917, από διακόσμηση αρχαϊκού ναού.

Χώρες, Μονή Αγίου Γεωργίου
Ο Άγιος Γεώργιος βρίσκεται σε υψόμετρο 350 μ., βόρεια από το λόφο του Αγίου Αντωνίου όπου υψώνεται ο ομώνυμος ναός της Βενετοκρατίας. Στη θέση αυτή, με τη θαμνώδη βλάστηση και τα ελαιόδενδρα, βόρεια της ελληνιστικής πόλης Δρήρου, τοποθετείται το μετόχι Χώρες της Βενετοκρατίας.
Ο ναός είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος. Η είσοδος ανοίγεται στη βόρεια όψη η οποία είναι στραμμένη προς τον κάμπο της Φουρνής και έχει απλό ημικυκλικό ανακουφιστικό τόξο, το οποίο περικλείεται σε ορθογώνιο πλαίσιο και στέφεται από εξέχον οριζόντιο γείσο. Το δίλοβο αγιοθύριδο της κόγχης του ιερού περιτρέχεται από ανάγλυφη, φυτική κυρίως, διακόσμηση.
Το σύνολο ερειπίων και δομών που εντοπίζονται νοτιοδυτικά του ναού, καθώς και η δεξαμενή συλλογής ομβρίων υδάτων στα βορειοανατολικά του ιερού, πιθανόν να ανήκουν στο μετόχι Χώρες ή το μοναστηριακό συγκρότημα του Αγίου Γεωργίου.
Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου που ταυτίζεται με το συγκεκριμένο μνημείο αναφέρεται σε έγγραφο του 1632, όταν χωράφια στις Χώρες και το μοναστήρι υποθηκεύονται στο Αρέτι για κάποιο χρέος.