Μέρη κοντινά με Εκκλησία
Το Σταυροχώρι είναι ένας ημιορεινός οικισμός νοτιοδυτικά της Σητείας και απέχει από το Λιβυκό πέλαγος επτά χιλιόμετρα. Περιβάλλεται από ελαιώνες και δάση με πεύκα, ενώ η περιοχή είναι γνωστή για την καλλιέργεια πρώιμων κηπευτικών στα θερμοκήπια του παραθαλάσσιου οικισμού Κουτσουρά
Ιστορικό κεφαλοχώρι του Λασιθίου, ξακουστό για τις 24 εκκλησίες του και τα πανυγήρια στη μνήμη των Αγίων που γίνονται όλο το χρόνο. Χτισμένο σε υψόμετρο 313 μέτρων σε κομβική θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα χωριά της περιοχής γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του.
Ο πληθυσμός του οικισμού είναι 147 κάτοικοι (Απογραφή 2011), 227 κάτοικοι (Απογραφή 1583)
Η ιστορική του συνέχεια είναι αδιάλειπτη, καθώς το συναντάμε σε όλες τις απογραφές έως τον 20ό αιώνα με καταγεγραμμένο πληθυσμιακό αποκορύφωμα το 1928, έτος που καταμετρώνται περίπου 800 κάτοικοι. Στη δεκαετία του ’50 έφτασε στο ζενίθ της εξέλιξής του, ακολουθώντας μία ομαλή πορεία προόδου, αλλά με το ξεκίνημα καλλιεργειών πρώιμων κηπευτικών σε θερμοκήπια, νοτιότερα προς Κουτσουρά, η σκυτάλη πέρασε στον νέο οικισμό που προσέφερε ταυτόχρονα και τουριστική εκμετάλλευση. Οι ανάγκες και οι ποιότητες άλλαξαν μέσα σε μία δεκαετία και το ’60 το σχολείο, το ταχυδρομείο, το ιατρείο και η αστυνομία παύουν να λειτουργούν. Σταδιακά κλείνουν τα μαγαζιά και εγκαταλείπονται οι κατοικίες. Αυτή η εικόνα εγκατάλειψης είναι εμφανής, ενώ σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι ανέρχονται στα 200 άτομα.
Παραδοσιακά, οι επαγγελματικές δραστηριότητες περιελάμβαναν τη γεωργία, την επεξεργασία δερμάτων, την οικοτεχνία και το εμπόριο, πραγματικότητα που σήμερα έχει αρθεί. Το γεγονός οφείλεται στη σταδιακή ανάπτυξη –τουριστική και παραγωγική– της παράκτιας ζώνης του Κουτσουρά, με άμεσο αποτέλεσμα τη μετακίνηση των κατοίκων σε περιοχές οικονομικού ενδιαφέροντος εντός και εκτός του νησιού.
Το όνομα του προέρχεται από παραλλαγή του παλαιότερου το οποίο ήταν Στραβοδοξάρι, ονομασία που ίσως προέρχεται απ’ το στραβό δοξάρι της λύρας ενός θρυλικού οργανοπαίχτη του χωριού, όπως πιστεύουν μερικοί, όμως για το όνομα υπάρχουν και άλλες ερμηνείες. Κάποιοι αναφέρουν πως το αρχικό όνομα οφείλεται στο ότι η εικόνα του χωριό από μακριά μοιάζει σαν ένα στραβό δοξάρι, ενώ έχει καταγραφεί πως Στραβοδοξάρης, λεγόταν ο πρώτος οικιστής του χωριού μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφώρο Φωκά το 961 μ.Χ.
Τα γραφικά στενοσόκακα του Σταυροχωρίου διασταυρώνονται στη μικρή και γραφική πλατεία που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. Εκεί που βρίσκονται πλέον τα περισσότερα καφενεία υπήρχε κάποτε το παρατηρητήριο του χωριού μέρος μιας σειράς άλλων, που ανά 300 μέτρα απλώνονταν ως τη θάλασσα, για να προειδοποιούν τους κατοίκους για τις επιδρομές των κατακτητών -σημάδια της πολυτάραχης ιστορίας του.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πολυάριθμες εκκλησίες και ξωκλήσσια που βρίσκονται στην περιοχή, 24 τον αριθμό. Τα πολλά πανυγήρια που γίνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου στη μνήμη των αγίων μαζεύουν τους Σταυροχωριανούς πίσω στα μέρη τους, με το πιο ξακουστό απ’ αυτά να γίνεται το Δεκαπεντάυγουστο στο μοναστήρι της Παναγίας της Λυγιάς. Η γραφική εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου νότια του χωριού ξεχωρίζει χτισμένη πλάι σε καταρράκτη που τρέχει σχεδόν όλο το χρόνο δημιουργώντας εικόνες σπάνιας ομορφιάς.
Στο Σταυροχώρι γεννήθηκε και ο βιολάρης Στραβογιαννιός απ’ τους σημαντικότερους οργανοπαίκτες της Κρήτης, με σπουδαία προσφορά στην ξεχωριστή λασιθιώτικη μουσική παράδοση.
Στην τοπική κοινότητα Σταυροχωρίου, ανήκουν επίσης τα Τσικκαλαριά, μετόχι της περιοχής, που πήρε το όνομά του από την κατασκευή σταμνών, όμως πλέον έχει εγκαταλειφθεί και πλέον στην ευρύτερη περιοχή έχουν κατασκευαστεί πολυτελή κτίσματα για τουριστική εκμετάλλευση.
Ένα χιλιόμετρο ανατολικά του Σταυροχωρίου βρίσκεται η Λάπιθος, χωριό στο οποίο μένουν μόλις 25 κάτοικοι (απογραφή 2011), επίσης παλιό και ιστορικό χωριό κάτι που μαρτυρά και μια πηγή με ημερομηνία 1779. Πιστέυεται πως το όνομά του πήρε από τους αρχαίους Λάπιθες, θεσσαλική φυλή της ελληνικής μυθολογίας συγγενική με τους Κένταυρους.
Πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά
Το Σταυροχώρι αναπτύσσεται σε 3 συνοικίες, τη Φακίστρα στα ανατολικά, τη Μεσοχωριά και την Καλλιθέα στα δυτικά. Η Μεσοχωριά αποτελεί τον πρωταρχικό πυρήνα του οικιστικού συνόλου, έχοντας τη χαρακτηριστική δομή ενός μεσαιωνικού, οχυρωματικού οικισμού του 15ου-16ου αι., όπου οι κατοικίες οργανώνονται σε συμπαγή οικοδομικά σύνολα με μικρούς, στενούς και ελικοειδείς δρομίσκους ανάμεσά τους. Τα κτήρια είναι ισόγεια και κυρίως διώροφα, ενώ οι αυλές είναι σπάνιες με τα δώματα να τις αντικαθιστούν. Η Φακίστρα αποτελεί νεότερο τμήμα του οικισμού (19ος αιώνας), όταν πλέον δεν είναι απαραίτητη η αμυντική οργάνωση. Σε αυτή την οικιστική φάση, οι δρόμοι-πορείες χαράσσονται παράλληλα με τη δόμηση, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες του εδάφους και βασικούς προσανατολισμούς. Τέλος, η Καλλιθέα αποτελεί το σύγχρονο χωριό των μέσων του 20ού αιώνα και οργανώνεται ακολουθώντας τις τάσεις του οπλισμένου σκυροδέματος και της πίσσας.
Η πρόσβαση στον οικισμό επιτυγχάνεται μέσω οδικών αξόνων που κινούνται περιφερειακά των τριών συνοικιών. Το εσωτερικό δίκτυο κίνησης είναι αντίστοιχο του προαναφερόμενου οικισμού και σε αντίθεση με αυτόν, η σχεδόν κυκλική πλατεία αποτελεί τη βασική έκφραση του δημόσιου βίου και τον κοινωνικό πυρήνα του.
Στο σύνολο του οικισμού συναντώνται κτήρια αντίστοιχης λογικής με εκείνη των Αδραβάστων. Εξαίρεση αποτελούν κάποια ιδιαίτερα και σημαίνοντα, λόγω μεγέθους και ύψους, κτίσματα, τα οποία παραπέμπουν σε οχυρωματικούς πύργους. Αποτελούν αυστηρούς, λιτούς και ψηλούς όγκους που αναπτύσσονται σε ύψος και επιφάνεια, δημιουργώντας αντίθεση με την ανθρώπινη κλίμακα της κατοικίας. Οι συγκεκριμένες οχυρωματικές κατασκευές φαίνεται να αποτελούν τμήμα δικτύου άμυνας, καθώς συναντώνται αντίστοιχες στη γειτονική περιοχή εκτός οικισμού. Επί παραδείγματι, στον πυρήνα της Μεσοχωριάς υπάρχει μια τέτοια κατασκευή όπου διακρίνουμε πολεμίστρα και έως τη δεκαετία του ’50 στέγαζε μία μικρή βιοτεχνία-τσαγκαράδικο. Ο πύργος έχει δεχτεί επεμβάσεις που αλλοιώνουν τον αρχικό του χαρακτήρα και σήμερα έχει καταρρεύσει το παλιό δώμα. Επιπρόσθετα, ενδιαφέροντα στοιχεία διαμόρφωσης της αστικής μορφολογίας αποτελούν οι όροφοι κατοικιών που εδράζονται σε καμάρα, στεγάζοντας στοές διέλευσης πεζών στο επίπεδο των διαδρομών κίνησης. Συμπληρωματικά και σε ρήξη με τα δομικά χαρακτηριστικά του ιστορικού συνόλου, παρατηρήθηκαν στις παρυφές του οικισμού «μοντέρνα» κτήρια δεκαετίας του ’70, τα οποία αλλοιώνουν και προσβάλλουν την υπάρχουσα μορφή του. Τέλος, σε αρκετά από τα εν χρήσει ιστορικά κτήρια παρατηρήθηκαν προσθήκες με ασύμβατα υλικά και νέες σύγχρονες κατασκευές.
Ενδιαφέροντα κτήρια ήταν οι κρήνες του οικισμού που διασώζονται από μαρτυρίες και βιβλιογραφία, καθώς σήμερα έχουν καταστραφεί ή απομακρυνθεί. Η κεντρική κρήνη του οικισμού στην πλατεία ήταν ένα περίοπτο δωμάτιο-δεξαμενή με πρόσοψη από πελέκια, με το γνωστό οθωμανικό τόξο και πλαϊνό παράθυρο-θυρίδα ελέγχου και υπήρχε εντοιχισμένος πωρόλιθος με τούρκικη επιγραφή. Ένα ακόμα αξιόλογο κτίσμα αποτελεί η φάμπρικα στη ρεματιά μεταξύ Φακίστρας και Μεσοχωριάς. Ο εξοπλισμός με χειροκίνητες μυλόπετρες τοποθετεί το κτήριο στα τέλη του 19ου αιώνα. Στο χωριό βρίσκονται δύο ναοί, η δίκλιτη βασιλική της Αγίας Τριάδος και Αγίων Πάντων και ο δίκλιτος ναός της Παναγίας Ζωοδόχου και Αγίου Γεωργίου. Η βασιλική αποτελεί τον κυρίως ναό του οικισμού, βρίσκεται στη συνοικία Φακίστρα και κατασκευάστηκε το 1950 στη θέση παλαιότερου ναού.
Οι τυπολογίες κτηριακών μονάδων, η οργάνωση του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και τα υλικά δόμησης είναι αντίστοιχα με τον προαναφερθέντα οικισμό. Η διαφοροποίηση έγκειται στην έκταση του δεύτερου οικισμού, στον αριθμό διώροφων, μεγαλύτερων και πλουσιότερων κτισμάτων και στην πληθώρα των μορφολογικών στοιχείων.
Λάπιθος, χωριό στο οποίο μένουν μόλις 25 κάτοικοι (απογραφή 2011), επίσης παλιό και ιστορικό χωριό κάτι που μαρτυρά και μια πηγή με ημερομηνία 1779. Πιστεύεται πως το όνομά του πήρε από τους αρχαίους Λάπιθες, θεσσαλική φυλή της ελληνικής μυθολογίας συγγενική με τους Κένταυρους.