Νομός: Ηρακλείου
Μέρη κοντινά με Παναγία
Ο ναός του Αγίου Τίτου της Γόρτυνας Μεσαράς, του Νομού Ηρακλείου, ανήκει στα σημαντικότερα χριστιανικά μνημεία της Κρήτης. Bρίσκεται μέσα στον Αρχαιολογικό Χώρο της Γόρτυνας, πλησίον του Ρωμαϊκού Ωδείου και του μεγάλου αρχαίου θεάτρου και είναι επισκέψιμος.
Ο ναός του Αγίου Τίτου θεωρούνταν παλαιότερα ως οικοδόμημα του 6ου αι. μ.Χ. (Αν. Ορλάνδος). Ο P. Lemerle χρονολογεί το ναό στον 7ο ή 8ο αι. μ.Χ. Ο J. Christern πιστεύει ότι ο ναός οικοδομήθηκε μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά (961 μ.Χ), ήτοι στα τέλη του 10ου αι. μ.Χ., στηριζόμενος, αφ΄ενός μεν στην ύπαρξη των δύο πλευρικών κογχών του μεσαίου τμήματος του Ιερού Βήματος, αφ΄ετέρου δε στη χρήση μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών του τέλους του 10ου αι. μ.Χ.
Πιθανότερη φαίνεται η εκδοχή, ότι στη θέση αυτή κτίστηκε τον 6ο αι. μ.Χ. μία τρίκλιτη, θολοσκεπής βασιλική, η οποία ερειπώθηκε αργότερα. Στα τέλη του 10ου αι. μ.Χ. ανοικοδομήθηκε ο ναός. Τμήματα, τόσο από την πρώτη, όσο και από τη δεύτερη φάση του ναού διατηρούνται μέχρι σήμερα. Το ανατολικό τμήμα του ναού, δηλαδή ο χώρος του Ιερού Βήματος, διατηρείται σχεδόν ακέραιο, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του ναού είναι μεν ερειπωμένο, αλλά ως προς την κάτοψη είναι καλώς διατηρούμενο και αναγνωρίσιμο.
Η κάτοψη εμφανίζει τη μορφή ενός σταυροειδούς ναού, τρίκογχου, μετά τρούλλου. Δυτικά έχει τη μορφή μιας τρίκλιτης βασιλικής. Πέντε θύρες οδηγούν από την αυλή προς το νάρθηκα του ναού, του οποίου αποτελεί βασικό τμήμα. Ο νάρθηκας χωρίζεται σε τρία μέρη, αντίστοιχα των τριών κλιτών του κυρίως ναού. Από το μεσαίο τμήμα του νάρθηκα οδηγεί ένα τρίβηλο άνοιγμα προς το μεσαίο κλίτος, ενώ ανά μία θύρα οδηγεί από τα δύο άλλα τμήματα του νάρθηκα προς τον κυρίως ναό. Η νότια και βόρεια κιονοστοιχία περιελάμβανε ανά τρεις κίονες, οι οποίοι ορθώνονταν μεταξύ του νάρθηκα και του κεντρικού πυρήνα του ναού, ο οποίος καλυπτόταν με ημισφαιρικό τρούλλο.
Πάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα υπήρχαν υπερώα. Στο μέσον περίπου της νότιας και βόρειας πλευράς του ναού ανοίγεται ανά μία αψίδα, εσωτερικά ημικυκλική και εξωτερικά τρίπλευρη ή ημιεξαγωνική.
Το Ιερό Βήμα είναι χωρισμένο σε τρία τμήματα. Το μεσαίο τμήμα απολήγει προς τα ανατολικά σε μία αψίδα, εσωτερικά ημικυκλική και εξωτερικά τρίπλευρη. Στη νότια και βόρεια πλευρά αυτού και εντός του πάχους του τοίχου ανοίγεται ανά μία ημικυκλική κόγχη, ιδιομορφία, η οποία απαντά σε ναούς των μέσων του 9ου αι. μ.Χ. και εξής. Το νότιο και βόρειο τμήμα του Ιερού Βήματος καταλήγει προς τα ανατολικά σε μία αψίδα, εσωτερικά ημικυκλική και εξωτερικά τρίπλευρη. Δυτικά του ναού βρίσκεται ευρύχωρο αίθριο.
Στο ναό του Αγίου Τίτου Γόρτυνας έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες καθαρισμού, στερέωσης και συντήρησης τοιχοποιίας και μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών. Ο περιβάλλον χώρος έχει επίσης καθαριστεί και διαμορφωθεί κατάλληλα ενώ το μνημείο φωτίζεται.
Το ιερό του Πυθίου Απόλλωνα που βρίσκεται στο κέντρο της αρχαίας Αγοράς, ανασκάφτηκε στα 1887 και ήταν ο σημαντικότερος ναός και το θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας Γόρτυνας μέχρι την καθιέρωση του χριστιανισμού και την ίδρυση της βασιλικής του Αγ. Τίτου περί το 500 μ.Χ. Το πρώτο οικοδόμημα του 7ου αι. π.Χ. ήταν ένας τετράπλευρος σηκός με τέσσερις ξύλινους κίονες στο κέντρο για υποστήριξη της στέγης. Οι εξωτερικοί τοίχοι και οι βαθμίδες του κρηπιδώματος καλύφθηκαν με αρχαϊκές επιγραφές. Στην ελληνιστική περίοδο προστέθηκε μνημειώδης πρόναος, ενώ
ανάμεσα στους κίονες τοποθετήθηκαν στήλες με επιγραφές. Μετατροπές και προσθήκες έγιναν και στη ρωμαϊκή περίοδο ενώ στα δυτικά του ναού οικοδομήθηκε ένα μικρό θέατρο. Στα μεσοβυζαντινά χρόνια στον περιβάλλοντα χώρο του ναού, που είχε εγκαταλειφθεί, οικοδομήθηκαν κατοικίες και υδραγωγεία.
Το μικρό, όπως λέγεται, θέατρο της Γόρτυνας βρίσκεται δίπλα στο ναό του Πύθιου Απόλλωνα και είναι το καλύτερα διατηρημένο από όλα τα θέατρα της ρωμαϊκής Κρήτης.
Το ιερό των Αιγυπτιακών θεοτήτων είναι το μοναδικό σε ολόκληρη την Κρήτη, που είναι αφιερωμένο στις αιγυπτιακές θεότητες Ίσιδα, Σέραπη και Ερμή Άνουβη μολονότι είναι γνωστό ότι οι θεότητες αυτές λατρεύονται και σε άλλες πόλεις.
Το ιερό αποτελείται από τετράπλευρο σηκό, στοά στα δυτικά, υπόγεια κρύπτη στα νότια και δεξαμενή ανατολικά έξω από το σηκό. Στη κεντρική κόγχη ήταν στημένο το άγαλμα του Σέραπη και στις πλευρικές τα αγάλματα της Ίσιδος και του Ερμή Άνουβη. Στο νότιο τμήμα του ιερού υπήρχε στενόμακρος χώρος, υπόγεια κρύπτη καθαρμών και μικρή δεξαμενή. Η τελευταία οικοδομική φάση του ιερού χρονολογείται στον 1ο / 2ο αι. μ.Χ., σύμφωνα με αφιερωματική επιγραφή.
Το Ωδείο βρίσκεται στο βόρειο άκρο της αρχαίας αγοράς της Γόρτυνας, δίπλα στον ποταμό Ληθαίο. Ήταν ένα οικοδόμημα που χρησιμοποιήθηκε για μουσικές και θεατρικές παραστάσεις.
Το ημικυκλικό αυτό κτίσμα αποτελείται από τρία μέρη:
Α) το κοίλο με λίθινα εδώλια, που στηριζόταν σε κυκλική καμαροσκέπαστη στοά, η οποία πατούσε σε κυκλικό περιμετρικό τοίχο ( όπου και η Μεγάλη Επιγραφή ) και σε 18 τόξα.
Β) την ορχήστρα, που ήταν καλυμμένη με λευκές και κυανού χρώματος μαρμάρινες πλάκες.
Γ) την υπερυψωμένη ορθογώνια σκηνή, με τρεις εισόδους και τετράγωνες κόγχες, όπου είχαν τοποθετηθεί μαρμάρινα αγάλματα. Το παρασκήνιο είχε ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικά θέματα.
Η κυκλική αυτή κατασκευή υπέστη πολλές μετατροπές από τα κλασικά χρόνια έως το 1ο αι. μ.Χ. οπότε έλαβε τη μορφή με την οποία σώζεται μέχρι σήμερα. Μικρές μετατροπές υπέστη το οικοδόμημα και στον 3ο - 4ο αι. μ.Χ. Από τον 6ο αι. μ.Χ. εγκαταλείπεται η χρήση του ως Ωδείο και στον χώρο του παρασκηνίου γίνονται ταφές. Ανατολικά επίσης του Ωδείου υπάρχει συγκρότημα δωματίων, πιθανών του 4ου αι. π.Χ., ίσως βοηθητικών του Ωδείου.
Ο Μητροπολιανός ποταμός βρίσκεται στα νότια του νομού Ηρακλείου, δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο Γόρτυνας. Το όνομα του το πήρε από το χωριό Μητρόπολη το οποίο διασχίζει λίγο πιο κάτω.
Στην αρχαιότητα ήταν γνωστό με το όνομα Ληθαίος ποταμός και αναφέρεται στον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης από τον θεό Δία ο οποίος ήταν μεταμορφωμένος σε ταύρο. Εκεί δίπλα στην αρχαία πόλη Γόρτυνα, σε μία πηγή σκεπασμένη από έναν πλάτανο τα δύο μυθικά πρόσωπα ενώθηκαν, και γεννήθηκαν οι τρεις βασιλιάδες της Κρήτης. Από τότε το δέντρο λατρευόταν και του αποδόθηκε το χρίσμα να μην χάνει ποτέ το φύλλωμα του.
Το Πραιτώριο είναι το μεγαλύτερο σε έκταση οικοδόμημα της αρχαίας Γόρτυνας και ιδρύθηκε τον 1ο αι. π.Χ. Ήταν έδρα του Ρωμαίου πολιτικού διοικητή της επαρχίας Κρήτης - Κυρηναϊκής και υπέστη συνέχεια μετατροπές κατά το χρονικό διάστημα που χρησιμοποιήθηκε. Το συγκρότημα αποτελείται από τρεις τομείς. Στον δυτικό βρίσκεται η βασιλική αίθουσα, στον κεντρικό οι θέρμες (λουτρά) και στον ανατολικό υπάρχει ναός αφιερωμένος στους θεοποιημένους Αυγούστου. Η ζωή στο Πραιτώριο συνεχίστηκε μέχρι την κατάκτηση των Αράβων, ενώ στη μεσοβυζαντινή περίοδο το ερειπωμένο συγκρότημα διαμορφώθηκε σε μοναστήρι.
Η Ακρόπολη της Γόρτυνας βρίσκεται πάνω στον λόφο του Αγίου Ιωάννη, στα βορειοδυτικά του αρχαιολογικού χώρου. Το ύψωμα της Ακρόπολης της Γόρτυνας παρουσιάζει συνεχή κατοίκηση από τη Νεολιθική (6.000-3.000 π.Χ.) και τη Μινωική εποχή (3.000-1.200 π.Χ.) μέχρι και τη Μεσοβυζαντινή (6ος-10ος μ.Χ.).
Στα Γεωμετρικά χρόνια, 10ο-7ο π.Χ. αιώνα, διαμορφώθηκε ένας οχυρωμένος οικισμός ενώ τον 7ο ιδρύεται στη νότια πλευρά της Ακρόπολης μικρός ναός αφιερωμένος στην Αθηνά Πολιούχο. Η ανασκαφή στο ναό και στον αποθέτη του ιερού της Ακρόπολης έφερε στο φως πολύ σπουδαία έργα πλαστικής των αιώνων 10ου μέχρι 7ο π.Χ.
Τα Βυζαντινά χρόνια άφησαν τα ίχνη τους στην Ακρόπολη της Γόρτυνας, όπου πάνω στα ερείπια του αρχαίου ναού και με τη χρήση του δομικού υλικού του, χτίστηκε μία βασιλική τον 5ο ή 6ο μ.Χ. αιώνα. Τη βασιλική αυτή διαδέχτηκε μία δεύτερη στο διάστημα μεταξύ 6ου και 10ου μ.Χ.
Τον 7ο μ.Χ. αιώνα επί αυτοκράτορα Ηρακλείου η Ακρόπολη οχυρώνεται εκ νέου και αποκτά φρούριο στο κέντρο της. Τμήματα του τείχους του φρουρίου αυτού σώζονται μέχρι σήμερα αλλά δυστυχώς σε κακή κατάσταση.
Το Αμφιθέατρο της Γόρτυνας βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης και κτίστηκε τον 2ο αι. μ.Χ. Ο Maffei ισχυρίζεται ότι έμοιαζε με το Κολοσσαίο της Ρώμης. Σήμερα είναι επιχωματωμένο σε σημείο που με δυσκολία κανείς αναγνωρίζει την κάτοψη της κατασκευής.
Το μεγάλο θέατρο της Γόρτυνας είχε λαξευτεί στη νοτιοανατολική πλαγιά του λόφου της Ακρόπολης, στην απέναντι πλευρά του Ληθαίου ποταμού όπου βρίσκονταν το Ωδείο και η Αγορά.
