Μέρη κοντινά με Εκκλησία
Ναός Αγίου Γεωργίου Σφακιώτη στο Διαβαϊδέ
Λίγο έξω από το Διαβαϊδέ, 1,5χλμ. νοτιοανατολικά του Καστελλίου, στην πλαγιά ενός κατάφυτου λόφου, βρίσκεται ο μονόχωρο καμαροσκέπαστος ναός του Αγίου Γεωργίου Σφακιώτη. Η εκκλησία έχει οικοδομηθεί πάνω σε πηγάδι το στόμια του οποίου είναι έξω από το ιερό.
Στο εσωτερικό του, ο τοιχογραφικός του διάκοσμος χρονολογείται στα τέλη 13ου αρχές 14ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από λαϊκότροπη τεχνοτροπία και αποδίδεται σε επαρχιώτη ζωγράφο. Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού ακολουθεί σε γενικές γραμμές τους καθιερωμένους τύπους. Έτσι η Παναγία καταλαμβάνει το τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού, ενώ στην κόγχη του εικονίζονται οι συλλειτουργούντες ιεράρχες. Στα ανώτερα τμήματα της καμάρας, παριστάνονται σκηνές του Δωδεκαόρτου, ενώ σε χαμηλότερο επίπεδο δώδεκα σκηνές από το βίο του Αγίου Γεωργίου. Η ζώνη των Αγίων, αναπτύσσεται στους μακρείς τοίχους του ναού, όπου οι τελευταίοι παρατάσσονται ολόσωμοι και μετωπικοί. Ανάμεσά τους, στο νότιο τοίχο παρατηρείται μια σπάνια απεικόνιση των Αγίων Γεώργιου «Σφακιώτη» και Δημητρίου, έφιππων σε θαλάσσιο τοπίο και περιβαλλόμενων από πλάσματα της θάλασσας. Στην ίδια θέση στον απέναντι τοίχο διακρίνεται η σκηνή της Δέησης.
Σωστικές ανασκαφές σε διάφορα σημεία του Καστελλίου, έχουν φέρει στο φως τμήματα ενός διευρυμένου μινωικού οικισμού, πάνω στον οποίο έχει οικοδομηθεί η σύγχρονη Κωμόπολη. Η έκτασή του υπολογίζεται σε 100 στρέμματα και καταλαμβάνει το χαμηλό λόφο του Καστελλίου και τις πλαγιές του.
Η πρώτη ένδειξη κατοίκησης στη θέση χρονολογείται από τη νεολιθική περίοδο, πράγμα που επιβεβαιώνουν η κεραμική και λίθινα εργαλεία. Ωστόσο, τα αρχαιότερα αρχιτεκτονικά λείψανα που εντοπίστηκαν χρονολογούνται πολύ αργότερα στην παλαιοανακτορική περίοδο (2000 – 1800π.Χ.), κατά την οποία το Καστέλλι γνώρισε μεγάλη ακμή, όπως μαρτυρεί και ομάδα αξιόλογων αγγείων που βρέθηκαν σε λαξευμένη στο βράχο κρύπτη στο χώρο του γυμνασίου. Το τέλος αυτής της εποχής σηματοδοτείται από πυρκαγιά που κατέστρεψε τον οικισμό, όπως συνέβη σε όλη την κεντρική Κρήτη. Από αυτή την αρχαία φάση του Καστελλίου, ορατό σήμερα είναι μόνο ένα τμήμα, το οποίο βρίσκεται σε κοντινή απόσταση βόρεια του κοιμητηριακού ναού, Αγίου Γεωργίου, στο βορειοανατολικό τμήμα του Καστελλίου.
Στην αρχή της νεοανακτορικής περιόδου (1700 – 1650π.Χ.), ισοπεδώθηκαν τα αρχαιότερα κτίρια για την οικοδόμηση νεότερων. Στην κορυφή του λόφου ανεγέρθηκε ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα επιμελημένης κατασκευής, πιθανόν με λατρευτική χρήση, το οποίο συνδεόταν άμεσα με το ανατολικό τμήμα του οικισμού, μέσω μιας ευρείας οδού. Στο τέλος της περιόδου αυτής (1520π.Χ.), διαπιστώνεται η πλήρης καταστροφή και εγκατάλειψη του οικισμού. Αργότερα κατά τη Μετανακτορική περίοδο (1420 -1050π.Χ), κατοικήθηκε μόνο ένα μέρος του, στο τέλος της οποίας εγκαταλείφθηκε κι αυτό.
Η καταστροφή των τελευταίων μινωικών κτιρίων του Καστελλίου έγινε κατά την επανακατοίκηση του χώρου στα ελληνιστικά χρόνια και κυρίως κατά την Υστεροβυζαντινή και την Ενετική περίοδο, με την ανέγερση οχυρωματικών κτηρίων και άλλων οικοδομημάτων.
Σπήλαιο του Χριστού
Βορειοδυτικά του Καστελλίου, στη θέση «Πετράδες» σε υψόμετρο 360 μ., εντοπίζεται το σπήλαιο του Χριστού, μέσα στο οποίο υπάρχει παράσταση του Κυρίου σε κόγχη, απέναντι από την είσοδό του, από την οποία πήρε και το όνομά της η σπηλιά.
Εσωτερικά, αποτελείται από μια ελλειψοειδή αίθουσα, στην οποία διαμορφώνονται πέντε συνολικά κόγχες, ενώ διακρίνονται και σήραγγες προς τα πετρώδη τοιχώματα. Ο χώρος αυτός, ερευνήθηκε πρώτη φορά από το Βρετανό αρχαιολόγο J. Pendlebury το 1934, τα βήματα του οποίου ακολούθησε 20 χρόνια αργότερα και ο P. Faure. Από τις ανασκαφές εντός του σπηλαίου, προέκυψαν προϊστορικά ευρήματα μινωικής περιόδου άλλα κατάλοιπα ιστορικών χρόνων, ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική λατρευτική χρήση του χώρου από την πρώιμη αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.
Ναός Αφέντη Χριστού στο Καστέλλι
Εντός του Καστελλίου, δίπλα από το κτίριο του Δημαρχείου, ανάμεσα στο παλιό και στο νέο Γυμνάσιο της κωμόπολης, βρίσκεται ο μονόκλιτος, καμαροσκέπαστος ναός του Αφέντη Χριστού.
Στη δυτική του πρόσοψη, διακρίνεται διπλό βαθμιδωτό πλίνθινο θύρωμα, χαρακτηριστικό της ενετικής περιόδου, ενώ στο αέτωμα έχουν εντοιχιστεί πέντε εφυαλωμένα πινάκια, με σταυρωτή διάταξη. Στο εσωτερικό του, διατηρούνται σε αποσπασματική κατάσταση τοιχογραφίες του 14ου αιώνα. Το τοιχογραφικό πρόγραμμα του ναού, περιλαμβάνει σκηνές του Ευαγγελικού κύκλου στο χώρο του ιερού και στην καμάρα, στην οποία αξιοπρόσεκτες είναι οι παραστάσεις από τα δύο ημιχόρια της Πεντηκοστής, με την Ετοιμασία του Θρόνου ανάμεσά τους. Στους πλευρικούς τοίχους αναπτύσσεται ζώνη με μετωπικούς ολόσωμους Αγίους, μεταξύ των οποίων, δεσπόζει η σκηνή της Δέησης στο νότιο τοίχο, ενώ στο βόρειο η μορφή του έφιππου Αγίου Γεωργίου. Ενδιαφέρον ακόμα, παρουσιάζει και η τοιχογραφία στο δυτικό τοίχο νότια της θύρας, στην οποία εικονίζεται ο Αρχάγγελος Μιχαήλ με στρατιωτική ενδυμασία και ξίφος, ως φρουρός του ναού.
Ναός Αγίας Φωτεινής και Αγίου Σπυρίδωνα στο Καστέλλι
Εντός του Καστελλίου, προς την έξοδο για Λιλιανό, απέναντι από το Ειρηνοδικείο βρίσκεται ο διμάρτυρος ναός της Αγίας Φωτεινής και του Αγίου Σπυρίδωνα.
Η εκκλησία έχει δύο κλίτη από τα οποία το νότιο και μεγαλύτερο σε διαστάσεις, είναι αφιερωμένο στην Αγία Φωτεινή, ενώ το βόρειο στον Άγιο Σπυρίδωνα. Στα δυτικά, είναι προσαρτημένο σε αυτά, τρίτο εγκάρσιο κλίτος εν είδει νάρθηκα. Τα τρία κλίτη, επικοινωνούν μεταξύ τους με τοξωτά ανοίγματα και στεγάζονται με καμάρες, ενώ το ιερό του βόρειου κλίτους, καλύπτεται με φουρνικό. Το εσωτερικό του ναού, πιθανόν να ήταν διακοσμημένο με τοιχογραφίες, σύμφωνα με το G. Gerola, ο οποίος, στις αρχές του 2ου αιώνα, υποστήριζε ότι διέκρινε τα υπολείμματά τους, στους τοίχους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζουν τα θυρώματα των δύο εξωτερικών ανοιγμάτων του νάρθηκα, δηλαδή της εισόδου, που βρίσκεται στη δυτική του πλευρά και της θύρας στη βόρεια, η οποία έχει τη χρήση παράθυρου. Και οι δύο θύρες φέρουν χαρακτηριστικά της ενετικής περιόδου, ενώ ένα οικόσημο διακρίνεται στο υπέρθυρο της βόρειας.
Το ενετικό φρούριο Καστελλίου, από το οποίο ο γύρω οικισμός πήρε το όνομά του, καθώς και η πεδιάδα στην οποία δέσποζε, ήταν κτισμένο στην κορυφή χαμηλού απότομου λόφου, στην τοποθεσία που βρίσκεται το Γυμνάσιο της σύγχρονης κωμόπολης .
Δεν είναι γνωστό το πότε κτίσθηκε, εικάζεται όμως ότι ιδρύθηκε από τον Ερρίκο Πεσκατόρε το 1206, πιθανόν με οικοδομικό υλικό από παλαιότερο βυζαντινό φρούριο, ενώ η αρχαιότερη επιβεβαιωμένη αναφορά γι’ αυτό, με το όνομα Castro Pediade, εντοπίζεται σε χειρόγραφο του 1271, στο Χάνδακα. Αν και από το άλλοτε επιβλητικό εκείνο κτίριο, δεν σώζονται σήμερα παρά ελάχιστα λείψανα, γνωρίζουμε ότι ήταν τετράγωνης κάτοψης, με ένα πύργο σε κάθε γωνία του, χάρις στην γκραβούρα του Boschini, του 1651, όπου παριστάνεται το κάστρο, όπως ήταν την εποχή εκείνη. Η θέση του, μακρυά από τη θάλασσα, δεν είχε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία και γι’ αυτό το λόγο, δεν χρησιμοποιήθηκε για αμυντικούς σκοπούς. Έτσι, στέγαζε τις διοικητικές και στρατιωτικές αρχές, καθώς και μεγάλη ενετική σιταποθήκη, τα θεμέλια της οποίας αποκαλύφθηκαν μαζί με μέρος του ενετικού φρουρίου, κατά τις σωστικές ανασκαφές στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, στο κέντρο του Καστελλίου.
Αργότερα, όπως μαθαίνουμε από μαρτυρίες περιηγητών και ιστορικά κείμενα, την περίοδο της Τουρκοκρατίας το κάστρο κατοικήθηκε από Τούρκους, ενώ κατά την Κρητική Επανάσταση, αποτέλεσε το στρατηγείο του Ομέρ πασά, από όπου ξεκίνησε για να καταλάβει το Λασίθι, το 1867. Ωστόσο, από την εποχή εκείνη το κτίριο είχε ήδη αρχίσει να ερειπώνεται, ενώ λίγες δεκαετίες αργότερα το 1900, ο Gerola αναφέρει ότι στη θέση του είχαν μείνει λίγα αρχιτεκτονικά λείψανα. Το φρούριο, διατήρησε το τελευταίο του ορατό τμήμα μέχρι της περίοδο του β’ παγκοσμίου πολέμου. Τότε, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, το οικοδομικό του υλικό αποσπάσθηκε και χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή κτιριακών εγκαταστάσεων, των δυνάμεων Κατοχής.
