Μέρη κοντινά με Πευκιάς
Η Μονή Βροντησίου βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Ζαρός και Βορίζια της επαρχίας Καινουρίου και τιμάται στη μνήμη του Αγίου Αντωνίου. Η εποχή της ίδρυσής της δεν έχει εξακριβωθεί. Σύμφωνα με την παράδοση που μεταφέρει ο Στ. Σπανάκης ήταν μετόχι της Μονής Βαρσαμονέρου, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση. Η ονομασία της μονής ενδεχομένως σχετίζεται με τον ιδρυτή της, αφού σε έγγραφο του 1323 αναφέρονται 4 ιερείς στο Χάνδακα με το όνομα Βροντίσης.
Έγγραφες μαρτυρίες για τη μονή υπάρχουν από το 1400, ενώ από το 1500 φαίνεται ότι γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση, μετά την παρακμή της Μονής Βαρσαμονέρου. Κατά τον τελευταίο αιώνα της Ενετοκρατίας εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα μοναχισμού της Κρήτης, όπου άνθισαν τα γράμματα και οι τέχνες, ιδιαίτερα η ζωγραφική. Κατά μια παράδοση μάλιστα στη μονή Βροντησίου μόνασε ο Μιχαήλ Δαμασκηνός. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του φιλοτέχνησε έξι από τις πιο γνωστές εικόνες του, που παρέμεναν στο μοναστήρι μέχρι το 1800. Τη χρονιά αυτή ο επίσκοπος Γεράσιμος τις μετέφερε στον Άγιο Μηνά, ενώ σήμερα εκτίθενται στη Συλλογή της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση του νησιού, τα στρατεύματα του Κιοπρουλή, μετά από δική του εντολή, δεν έθιξαν το μοναστήρι. Ωστόσο στην επανάσταση του 1866 τέσσερις από τους μοναχούς σφαγιάστηκαν, το καθολικό και 10 από τα κελιά κάηκαν και οι αγροτικές καλλιέργειες της μονής πυρπολήθηκαν, επειδή προσέφερε καταφύγιο στους επαναστάτες του Μιχαήλ Κόρακα. Ακολούθησε η εγκατάλειψη της μονής για να αποτελέσει ξανά καταφύγιο των Κρητών επαναστατών το 1878. Κατά τη διάρκεια των δυο επαναστάσεων τα περισσότερα από τα κειμήλια καταστράφηκαν. Σήμερα το μοναστήρι λειτουργεί ξανά.
Στις μέρες μας αν και η μονή έχει χάσει μεγάλο μέρος της παλιάς της αίγλης από την κατεδάφιση του φρουριακού συγκροτήματος και την ανέγερση νέων κτισμάτων, εξακολουθεί να είναι επιβλητική. Λίγο πριν την είσοδο του μνημείου, πλάι σε αιωνόβιο πλατάνι, σώζεται μια μνημειακών διαστάσεων κρήνη του 15ου αι. Οι ανάγλυφες παραστάσεις της που εικονίζουν τον Αδάμ και την Εύα στον Παράδεισο, το Θεό και στα πόδια τους τέσσερις φιγούρες που συμβολίζουν τους τέσσερις ποταμούς της Εδέμ, από το στόμα των οποίων τρέχουν αντίστοιχοι κρουνοί με νερό, έχουν εκτελεστεί με μοναδική καλλιτεχνική δεξιότητα. Η παλαιά είσοδος έχει αντικατασταθεί, διατηρούνται όμως ευδιάκριτα λείψανά της.
Το καθολικό είναι δίκλιτος, διμάρτυρος ναός. Το ένα κλίτος είναι αφιερωμένο στον τιμώμενο άγιο της Μονής Αντώνιο και το δεύτερο στον απόστολο Θωμά. Το κωδωνοστάσιο αποτελεί ανεξάρτητο οικοδόμημα, με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν άμεσα στην ενετική αρχιτεκτονική. Στο νότιο κλίτος διασώζονται τμήματα του τοιχογραφικού διακόσμου. Ξεχωρίζουν η μοναδική στην κρητική εικονογραφία παράσταση του Δείπνου στους Εμμαούς στην κόγχη του βήματος, η Κοινωνία των Αποστόλων στην καμάρα του και οι παραστάσεις των Μηνολογίων στην καμάρα του κυρίως ναού. Χαρακτηριστική είναι η μορφή του Αγίου Συμεών του Θεοδόχου που κρατά στην αγκαλιά του το βρέφος Ιησού.
Οι τοιχογραφίες της Μονής Βροντησίου μαρτυρούν το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο που διατηρούσε η κρητική τέχνη στις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αι. και τη σχέση της με μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα, όπως τη Μακεδονία. Οι μορφές είναι ογκώδεις αλλά ωραίες, με στάσεις κομψές και συγκρατημένη κίνηση. Το πλάσιμο είναι προσεκτικό και λεπτομερειακό στις ολόσωμες μορφές του νότιου τοίχου και ελεύθερο, με πολλά συμπληρωματικά χρώματα στις ρεαλιστικές μορφές των παραστάσεων.
Καθολικό μονής Βαρσαμόνερου
Ο ναός αποτελούσε καθολικό διαλελυμένης σήμερα μονής. Πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία της Κρήτης, όχι μόνο λόγω της ιδιότυπης αρχιτεκτονικής του και του ωραίο ανάγλυφου θυρώματός του, αλλά κυρίως λόγω του θαυμάσιου τοιχογραφικού του διακόσμου.
Αποτελείται από δυο παράλληλα κλίτη, εκ των οποίων το βόρειο είναι αφιερωμένο στη Θεοτόκο Οδηγήτρια και το νότιο στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ένα εγκάρσιο κλίτος αφιερωμένο στον Άγιο Φανούριο και ένα νάρθηκα στα δυτικά. Τα κλίτη οικοδομήθηκαν σε διαφορετικές περιόδους. Παλαιότερο είναι το βόρειο, γιατί η μονή στα αρχαιότερα έγγραφα αναφέρεται ως Chiesa della Madonna di Varsamonero (ναός Παναγίας Βαρσαμονέρου). Η προσθήκη του νοτίου κλίτους με τη διάνοιξη τόξων, στα 1400, επέφερε αλλαγές στο διάκοσμο του βορείου κλίτους, με την προσθήκη τοιχογραφιών που εκτελέστηκαν το 1407. Ο διάκοσμος του νοτίου κλίτους εκτελέστηκε στο διάστημα από το 1407 ως το 1428. Το εγκάρσιο κλίτος ανεγέρθηκε το 1423 και τοιχογραφήθηκε το 1431 από τον κρητικό ζωγράφο Κωνσταντίνο Ειρίκο.
Ο ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες υψηλής ποιότητας, που εκτελέστηκαν σταδιακά και εκφράζουν τις επιμέρους καλλιτεχνικές τάσεις διαφορετικών ζωγράφων, που όμως εντάσσονται στην ίδια καλλιτεχνική παράδοση της περιόδου από τα τέλη του 14ου ως τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αι., η οποία συμπίπτει με την έναρξη καθόδου στην Κρήτη κωνσταντινουπολιτών λογίων και ζωγράφων.
Οι τοιχογραφίες του βόρειου κλίτους, που είναι και οι αρχαιότερες, με τις παραστάσεις των 24 Οίκων του Ακαθίστου Ύμνου, εντάσσονται στον ευρύτερο κύκλο της επαρχιακότερης παλαιολόγειας ζωγραφικής των τελευταίων δεκαετιών του 14ου αι.
Οι παραστάσεις του ευαγγελικού και μαριολογικού κύκλου τοποθετήθηκαν στην καμάρα του Βήματος κατά τη νέα τοιχογράφηση που αντικατέστησε την κατεστραμμένη από τη διάνοιξη των τόξων του νοτίου κλίτους αρχική τοιχογράφηση. Στην ανώτερης ποιότητας ζωγραφική της κόγχης αναβιώνουν τρόποι της πρωιμότερης παλαιολόγειας ζωγραφικής που χαρακτηρίζουν τις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αι. Η σωματικότητα των μορφών στην παράσταση της Κοινωνίας των Αποστόλων τονίζεται από την πλατιά πτυχολογία, τα πλούσια συμιπληρωματικά χρώματα και τα λευκά φώτα στα πρόσωπα, ο ρυθμός όμως της σύνθεσης είναι συγκρατημένος. Σε παραστάσεις όπως εκείνη των Εισοδίων διαπιστώνεται σε μεγαλύτερη βαθμό η επικράτηση της κλασικιστικής παράδοσης της κωνσταντινουπολίτικης ζωγραφικής, ιδιαίτερα στην καλύτερη οργάνωση της σύνθεσης και την κομψή ρυθμική κίνηση των ωραίων ραδινών μορφών.
Τα χαρακτηριστικά μιας τέχνης που τείνει στη δημιουργία ενός ύφους ευγένειας και ομορφιάς είναι εντονότερα στη λίγο μεταγενέστερη μεγάλη σύνθεση της Κοίμησης της Θεοτόκου που μαζί με ολόσωμες μορφές αγίων επικάλυψε τις αρχικές τοιχογραφίες του βόρειου πλάγιου τοίχου.
Ένα άλλο σημαντικό σύνολο αποτελεί ο διάκοσμος του νοτίου κλίτους, τόσο από την άποψη του εικονογραφικού προγράμματος όσο και της εξέλιξης της τεχνοτροπίας καθώς υλοποιήθηκε σταδιακά και από διαφορετικούς ζωγράφους κατά το διάστημα από το 1407 ως το 1428. Οι ογκώδεις, ζωηρά κινημένες μορφές στις παραστάσεις από τον κύκλο των Παθών, που κοσμούν το ημιθόλιο του Βήματος και χρονολογούνται στα 1407, διατηρούν στοιχεία της πρωιμότερης παλαιολόγειας ζωγραφικής παράδοσης. Όμως ο κλασικισμός και η υψηλή ποιότητα της εκτέλεσης στις παραστάσεις της Σταύρωσης και του Επιτάφιου Θρήνου στο βόρειο και ανατολικό τοίχο μαρτυρούν τη διείσδυση της κωνσταντινουπολίτικης τέχνης της εποχής που μεταφέρουν οι πρόσφυγες καλλιτέχνες. Στα 1428 χρονολογούνται οι 20 παραστάσεις του Συναξαρίου του Προδρόμου στο δυτικό τοίχο. Στις τοιχογραφίες αυτές είναι ήδη εμφανής η τάση μιας πιο ακαδημαϊκής απόδοσης των παλαιότερων παλαιολόγειων προτύπων. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η εξαιρετικά πολυπρόσωπη μεγάλη παράσταση της Βρεφοκτονίας πάνω από τη θύρα.
Σημαντική επίσης είναι η εικονογράφηση του συναξαρίου του Αγίου Φανουρίου στο εγκάρσιο κλίτος, που εκτελέστηκε από τον Κωνσταντίνο Ειρίκο (Ειρινικό) στα 1431 και η φιλοτέχνηση δυο εικόνων του Αγίου από τον φημισμένο ζωγράφο Άγγελο.
