Νομός: Λασιθίου
Ντάντουλας ή Maxime
Η σπηλαιοκαταβόθρα Νταντουλά βρίσκεται στο οροπέδιο της Σητείας και σε υψόμετρο 557 μέτρα.
Το συνολικό της βάθος ειναι -260 μέτρα και καταλήγει σε σιφόνι.
Την εξερεύνηση και την χαρτογράφηση της καταβόθρας πραγματοποίησε η Γαλλική σπηλαιολογική ομάδα L.U.C SPELEOLOGIE το 1999.
Οι Γάλλοι σπηλαιολόγοι της έδωσαν την ονομασία Maxime πολύ πιθανόν λόγω του μεγάλου βάθους της.
Μέχρι σήμερα παραμένει το βαθύτερο σπήλαιο στην περιοχή του Οροπεδίου της Σητείας.
Κύριο χαρακτηριστικό της καταβόθρας είναι ο αξιόλογος στολισμός της που συναντά κανείς στο εσωτερικό της!
Επίσης είναι μια πολύ καθαρή καταβόθρα, χωρίς λάσπες και με άνετη κίνηση χωρίς ιδιαίτερα στενά σημεία.
Οι ντόπιοι την γνωρίζουν με την ονομασία Νταντουλά λόγω του παρακείμενου υψώματος με την ίδια ονομασία.
Μέρη κοντινά με Ντάντουλας ή Maxime
Μαγκασά (Βρυσίδι)
Όμορφο γραφικό χωριουδάκι στον ορεινό όγκο του Παλαικάστρου που οι κάτοικοι του το εγκατέλειψαν σταδιακά γύρω στο 1850 και κατέβηκαν στο Παλαίκαστρο αναζητώντας πιο εύφορα εδάφη για καλλιέργειες. Σώζονται μερικά παραδοσιακά πέτρινα σπίτια που ευτυχώς κάποιοι απόγονοι ξαναγυρνούν και τα φτιάχνουν με σεβασμό και μεράκι έτσι όπως ταιριάζει στο πετρώδες ανάγλυφο της περιοχής.
Το Καρύδι βρίσκεται 24 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Σητείας, σε ένα υψίπεδο 600 μέτρων. Η ευρύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πολλών σπηλαίων. Χαρακτηριστικό της γεωγραφίας του οικιστικού συνόλου αποτελεί η χωροθέτησή του στο σημείο συνάντησης δύο γειτονικών οριζόντιων επιπέδων που τέμνονται από μία χαράδρα, οριοθετώντας τους δύο πόλους ανάπτυξής του. Τέλος, ιδιαίτερο σημείο αναφοράς αποτελεί η οπτική και χωρική του γειτνίαση με αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα. Παραδοσιακά, οι κάτοικοι ασχολούνται με την αμπελουργία, την καλλιέργεια πρώιμων κηπευτικών και τη σαγματοποιία.
Η ονομασία του οφείλεται σε πλάκα με ανάγλυφη παράσταση κλαδιού καρυδιάς με καρπούς, η οποία βρέθηκε στη θέση Κουτσουνάρα. Το χωριό δεν αναφέρεται στην απογραφή του «Καστροφύλακα» το 1583, ωστόσο σημειώνεται σε γεωγραφικούς χάρτες της ίδιας εποχής, καθώς επίσης και σε συμβολαιογραφικές πράξεις. Αναφέρεται στις απογραφές του 1671, 1832 και 1881, όπου ο πληθυσμός είναι χριστιανικός, με εξαίρεση ελάχιστες μουσουλμανικές οικογένειες. Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας αποτελούσε έδρα του ομώνυμου δήμου με 14 χωριά στην περιοχή του. Ο συνολικός πληθυσμός ανερχόταν σε 1.831 κατοίκους. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο πληθυσμός φτάνει στο ζενίθ (620 κάτοικοι), ακολουθώντας φθίνουσα πορεία. Σήμερα ανέρχεται στα 30 άτομα.
Πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά
Το Καρύδι παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον σύνολο από μικρές μονόχωρες ιδιοκτησίες σε πυκνή δόμηση και αποτελεί έναν πολεοδομικό ιστό αναλλοίωτο κατά τους τελευταίους αιώνες. Οι δρόμοι ακολουθούν τις καμπύλες του εδάφους, έχοντας πλάτος 0,80-2,50μ. και τα κτίσματα ελίσσονται κατά μήκος αυτών. Οι κάθετοι στις καμπύλες δρόμοι έχουν μεγάλες κλίσεις και διαμορφώνονται με σκαλοπάτια που ακολουθούν το βήμα των ζώων. Είναι λιθόστρωτοι, με κλίση προς το εσωτερικό για την απορροή των υδάτων. Το σχήμα του οικισμού ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους και είναι κυκλικό με κέντρο την πλατεία με την εκκλησία, το καφενείο και τα εμπορικά καταστήματα (σαγματοποιείο, ραφείο, μπακάλικο). Τα αναπτύγματα των δρόμων διαμορφώνονται από 3-4 κατοικίες σε σειρά και σε διαφορετικά υψόμετρα, με την πλειονότητα των κτισμάτων να αναπτύσσεται σε ένα επίπεδο. Τα διώροφα κτήρια είναι ελάχιστα.
Υπάρχουν στοιχεία που φανερώνουν πως ο αρχικός πυρήνας είχε φρουριακή οργάνωση. Τα στοιχεία αυτά είναι κατ’ αρχήν ο πυκνός ιστός του οικισμού και η επικοινωνία των σπιτιών μεταξύ τους, όπως αναφέρεται από τους κατοίκους. Σε σπίτια της εξωτερικής πλευράς του οικισμού, σώζονται ακόμα τμήματα τειχών με «σκαρπωτή» μορφή. Χαρακτηριστικό τέτοιο στοιχείο είναι η ενίσχυση της κάτω γωνίας των κτηρίων, με διαπλάτυνση της βάσης και διαμόρφωση των πλευρών με μια λοξή (σκαρπωτή) λιθοδομή από λαξευτή πέτρα. Είναι η καντονάδα, στοιχείο που συνεχίζει να υπάρχει στη λαϊκή αρχιτεκτονική της Κρήτης μέχρι τις αρχές του αιώνα μας. Η χρησιμοποίηση της καντονάδας γίνεται για λόγους μορφολογικούς, για καλύτερη θεμελίωση και εξασφάλιση μεγαλύτερης αντισεισμικότητας στο κτίριο.
Μπορούμε να πούμε ότι η τυπολογία των σπιτιών ορίζει το «κρητικό λαϊκό αγροτικό σπίτι», πλατυμέτωπο ή στενομέτωπο μονόσπιτο. Είναι κατά κανόνα λιτό, με απλή κυβική μορφή και με ελάχιστα ανοίγματα. Μία παραλλαγή του απλού μονόσπιτου περιλαμβάνει ένα στεγασμένο «οξωστάρι» που συνήθως περιλαμβάνει και το φούρνο. Το οξωστάρι αυτό στεγάζεται, όπως και το σπίτι, με δώμα που στηρίζεται σε ξύλινους στύλους. Στις αυλές ορισμένων κτισμάτων συναντάμε πατητήρια.
Επιπρόσθετα, η λαϊκή αρχιτεκτονική χρησιμοποιεί απλουστευμένα βασικά βενετσιάνικα χαρακτηριστικά, όπως η τοξωτή διαμόρφωση της εισόδου, η διαμόρφωση των θυρωμάτων και των παραθύρων με παραστάδες και τοξωτό ή ευθύγραμμο ανώφλι. Τα κλειδιά των τόξων τονίζονται με απλή προεξοχή του κεντρικού αψιδόλιθου ή με γλυπτό φυτικό διάκοσμο. Ο τονισμός του κεντρικού θυρώματος, της πορτέλλας, έχει διατηρηθεί στη λαϊκή αρχιτεκτονική με γλυπτό διάκοσμο και με επιγραφές. Τα ανοίγματα είναι ελάχιστα, με την αναλογία της φωτιστικής επιφάνειας προς την επιφάνεια της κάτοψης να ανέρχεται στο 4%.
Οι διαστάσεις των κατοικιών προκύπτουν από τις κατασκευαστικές δυνατότητες των υλικών και τον διαθέσιμο χώρο για το κτίσιμο του σπιτιού. Έτσι στον στενομέτωπο τύπο, το πλάτος δεν ξεπερνά τα 3,50 μ. και το μήκος βρίσκεται σε αναλογία 1:2 ή 1:3. Οι επιφάνειες των σπιτιών κυμαίνονται από 25 έως 35 τ.μ.
Τα υλικά κατασκευής είναι η πέτρα, το ξύλο και το χώμα. Η κατασκευή των σπιτιών γίνεται με αργολιθοδομή πάχους 0,50-0,70 μ. Στις λιθοδομές χρησιμοποιείται ακανόνιστος ή ορθογωνισμένος πωρόλιθος και ισχυρό κονίαμα. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η χρήση σφηνών από μικρές πέτρες. Οι λιθοδομές καλύπτονται με επιχρίσματα, ξεχωρίζουν μόνο τα πέτρινα πλαίσια των ανοιγμάτων. Οι λαξευτές τοιχοποιίες είναι σπανιότερες και τις συναντάμε κυρίως στις γωνίες των κτιρίων, στους λαμπάδες των ανοιγμάτων και στα στηθαία των κλιμακοστασίων. Αλλά το πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα τα στοιχεία του σπιτιού και ενδιαφέρον στην κατασκευή είναι το δώμα. Η απορροή του νερού γινόταν όπως και σήμερα με πέτρινες σκαλιστές μουτσουνάρες και αναγλυφάδες. Οι περιηγητές όλων των εποχών σημειώνουν με ιδιαίτερη προσοχή και έκπληξη την ύπαρξη επίπεδων ταρατσών επάνω στις οποίες μπορούσε κανείς να περπατά όπως στο δρόμο. Χαρακτηριστικό τους είναι η τρύπα της καπνοδόχου, η οποία σκεπάζεται με μισό, σπασμένο πιθάρι (σπασοπίθαρο) που χτίζεται μέσα στο υπερυψωμένο σε εκείνο το σημείο τμήμα του δώματος.
Ανάμεσα στους οικισμούς Μαγκασά και Μητάτο και σε ορισμένα τμήματα του αγροτικού δρόμου που τους συνδέει, διασώζονται τμήματα του παλιού καλντεριμιού που συνέδεε παλιότερα τους δύο οικισμούς.
Καρύδι: Κέντρο Ενημέρωσης
Στο παλιό δημοτικό σχολείο του χωριού φιλοξενείται το Κέντρο Ενημέρωσης που είναι αφιερωμένο στην Σπηλαιολογική έρευνα. Το κέντρο πέρα από την πληροφόρηση για το Φυσικό πάρκο, τις παρακείμενες γεω-διαδρομές και τις δραστηριότητες που απευθύνονται στον επισκέπτη, προσφέρει και υποδομές φιλοξενίας ειδικών ομάδων-ερευνητών.
Το κέντρο προσφέρει τον απαραίτητο εξοπλισμό διανυκτέρευσης και διαμονής για ομάδες σπηλαιολόγων, βιολόγων, σχολείων κα., που ενδιαφέρονται να μελετήσουν και να παρατηρήσουν το περιβάλλον, τα σπήλαια και τα χαρακτηριστικά της ορεινής ζώνης. Διαθέτει επίσης εξοπλισμό ασφαλείας και προσανατολισμού για την περιήγηση στην ευρύτερη περιοχή και τα σπήλαια.
Για την χρήση των υποδομών ο επισκέπτης πρέπει να επικοινωνήσει με τις αρχές του Πάρκου ή το Δήμο Σητείας.
Τηλ. 2843341304
email. info@sitia-geopark.gr
Mitato (the word means «cheese dairy» in the Cretan dialect) is the central village of a community of five small villages, the other four being Chonos, Xerolimni, Krioneri or Misiryou (perhaps derived from the Latin missir: gentleman or lord, or Misr: Egypt) and Vrisidio or Magassa. The road to these villages passes through Roussa Ekklisia. Prehistoric tombs were found at Langos in the Mitato district, and on the summit of the hill Modi (539m) which also belongs to the community. Mitato Mitato Mitato An open-air peak sanctuary was excavated in 1971. This had not been plundered and many votive offerings were found, including a lot of bronze votive knives. Traces of a building were also located. Nowadays, because of the high mountain climate (590m above see level), fewer and fewer people live permanently in these villages; most of the former inhabitants spend the greater part of the year in Palekastro or Sitia Mitato Mitato From the book "Sitia", N.Papadakis, Arcaeologist,1983
