Νομός: Κυκλάδων



Μέρη κοντινά με Βενζινάδικο

H Παραπορτιανή αποτελεί ένα ξεχωριστό αξιόλογο αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα, στην δημιουργία του οποίου δεν συνέβαλε μόνο ο άνθρωπος, αλλά και ο χρόνος, που με τις τυχαίες φθορές που προκάλεσε, δημιούργησε ένα τελικό αποτέλεσμα ανεπανάληπτης αισθητικής.
Πιο συγκεκριμένα το συγκρότημα της Παραπορτιανής περιλαμβάνει πέντε μικρές εκκλησίες διατεταγμένες σε μια σύνθετης μορφής διώροφη οικοδομή - προϊόν της εξέλιξης των χρήσεων ενός ιδιάζοντος παλαιού κτιρίου μέσα σε μερικούς αιώνες. Οι τέσσερις από αυτές είναι στο ισόγειο και αποτελούν τη βάση του οικοδομήματος και η μία υπερυψωμένη που επικάθεται σαν τρούλος. Αυτή ακριβώς η εκκλησία είναι που φέρει και το όνομα της Παναγίας Παραπορτιανής.
Οι εκκλησίες του ισογείου είναι η εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου που αποτελεί και το κέντρο της βάσης του συμπλέγματος, η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων η οποία είναι και η παλαιότερη, υπολογίζεται ότι κατασκευάστηκε στα τέλη 14ου μ.Χ. αιώνα ή στις αρχές του 15ου αιώνα, η εκκλησία του Αγίου Σώζοντος και η εκκλησία της Αγίας Αναστασίας.
Η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων έχει δύο ισχυρότατα τόξα στο εσωτερικό της που υποστήριζαν την σημαντική υπερκατασκευή του πύργου και της Αγίας Αναστασίας.
Η "Παραπορτιανή" πήρε το όνομά της, από το γεγονός ότι βρίσκεται δίπλα στη μικρή Β.Δ. πύλη, "το παραπόρτι" του μεσαιωνικού τείχους της Μυκόνου. Βρίσκεται στη δυτική πλευρά του (ορθογώνιου) Κάστρου της Χώρας Μυκόνου. Ηταν αρχικά ο ορθογώνιος κεντρικός πύργος του και επιστεγάζει κατά ένα μέρος του την μία από τις εξόδους του μεσαιωνικού φρουρίου προς την βραχώδη ακτή. Η έξοδος αυτή το "Παραπόρτι" είναι ένα "καταστέι" (στεγασμένος από κτίριο δρόμος) που περνά κάτω από την Παναγία, την εκκλησία δηλαδή του ορόφου και δίπλα/ παράλληλα προς τις εκκλησίες του ισογείου.
Δημιουργήθηκε σε πρώτη φάση κατά το διάστημα μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα και η αρχιτεκτονική μοναδικότητά της, την έχουν αναδείξει σε σημαντικό μνημείο, όχι μόνο για την Μύκονο, αλλά και για ολόκληρο το Αιγαίο. Είναι, με βεβαιότητα, ένα από τα πιο πολυφωτογραφημένα αξιοθέατα της Ελλάδας.

Μοναδικό χαρακτηστικό της Μυκόνου και ένα από τα απαράμιλλα προτερήματά της είναι οι παραλίες της. Αμέτρητες διαφορετικές συνθέσεις χρυσής άμμου, βότσαλων και κρυστάλλινων, γαλαζοπράσινων νερών κάτω από τον μοναδικό Ήλιο του Αιγαίου. Ιδιαίτερα στο νότιο τμήμα της, οι γραφικοί κολπίσκοι με τις πανέμορφες αμμουδιές διαδέχονται η μία την άλλη.

Ίσως ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της Μυκόνου είναι οι Μύλοι. Οι πλέον φωτογραφημένοι είναι οι μύλοι που βρίσκονται στα νότια της Χώρας, μεταξύ της γραφικής Αλευκάντρας και της συνοικίας του Νιοχωρίου και εντυπωσιάζουν κάθε επισκέπτη με τους ολόλευκους επιβλητικούς όγκους τους στη σειρά, προσανατολισμένοι στο πέλαγος.
Η ύπαρξη των ανεμόμυλων στη νησιωτική Ελλάδα χρονολογείται στις αρχές του 15ου αιώνα. Αργότερα, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα έως τα μέσα του 19ου αιώνα είναι διαπιστωμένο ότι λειτουργούσαν στη Μύκονο 28 ανεμόμυλοι. Εκτός από τη Χώρα, ανεμόμυλοι λειτουργούσαν και στην Άνω Μερά. Γενικότερα, η υψηλή συχνότητα ανέμων στη Μύκονο ευνόησε κατά την περίοδο αυτή την επιχείρηση άλεσης αλλά και εμπορίας σιτηρών.
Η ιδιοκτησία των μύλων ήταν συνήθως συνεταιριστική. Οι ιδιοκτήτες τους ήταν εύποροι κτηματίες, έμποροι, ναυτικοί κ.λπ., δηλαδή ήταν άνθρωποι που κατείχαν ισχύ και εξουσία σε κάθε τοπική κοινωνία. Μύλοι ανήκαν επίσης και στα Μοναστήρια, όπως στην Παναγία Τουρλιανή, κυρίως ως αποτέλεσμα δωρεών. Προς το τέλος της λειτουργίας των μύλων, στα μέσα του 20ου αιώνα, αρκετοί ιδιοκτήτες μύλων γίνονταν μυλωνάδες.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τη δημοτικότητα του ανεμόμυλου στις Κυκλάδες, γιατί οι Κυκλάδες είναι από τις πιο ανεμώδεις περιοχές της Μεσογείου και ιδιαίτερα η Μύκονος, όπου οι μέρες με απόλυτη άπνοια δεν υπερβαίνουν κατά μέσο όρο τις δέκα το χρόνο. Με τη βοήθεια του ανεμόμυλου, οι κάτοικοι κατάφεραν να εκμεταλλευτούν μια άφθονη πηγή ενέργειας, τον άνεμο, και να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους στις μικρές και απομακρυσμένες κοινότητες που ζούσαν. Επιπρόσθετα, κατά την περίοδο εκείνη, το αλεύρι ήταν το βασικότερο συστατικό της διατροφής τους, με αποτέλεσμα ο μύλος να διευκολύνει την διαδικασία αλέσματος των σιτηρών.
Σήμερα, διατηρούνται οι επτά από τους δέκα (στο σύνολο του νησιού ξεπερνούσαν άλλοτε τους είκοσι), που υπήρχαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα και άλεθαν με την αστείρευτη δύναμη του βοριά τα ντόπια σιτηρά. Οι μύλοι της Μυκόνου στην οικονομική ευρωστία του νησιού που, ως αναγκαίος σταθμός για τα διερχόμενα από το Αιγαίο πλοία, τα προμήθευε με παξιμάδι. Ενας τέτοιος μνημειακός φούρνος που λειτουργεί πάντοτε με ξύλα, είναι ο γνωστός ‘’ Φούρνος του Γιώρα’’ στο Νιοχώρι.

Ο μύλος αυτός, χτίστηκε πιθανότατα τον 16ο αιώνα και αποτελεί έναν από τους γνωστούς «Απάνω Μύλους». Ανήκε κάποτε στην οικογένεια Μπόνη, όνομα με ρίζες κρητικές και ιταλικές.
Ο Μυκονιάτης ανεμόμυλος είναι μια λιθόχτιστη τριώροφη και κυλινδρική κατασκευή. Tο υπερυψωμένο ισόγειο, χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση και τη ζύγιση του σιτοκρίθαρου. Στο μεσαίο όροφο συγκεντρώνεται το αλεύρι, ενώ στο δεύτερο όροφο λειτουργεί το πανάρχαιο αλεστικό μηχάνημα. Ο ανεμοτροχός, του ανεμόμυλου έχει 12 ξύλινες αντένες με ισάριθμα τριγωνικά πανιά.
Αγροτομουσείο
Το Αγροτομουσείο Μυκόνου ιδρύθηκε με αφορμή το 1ο Συμπόσιο Λαογραφικών Μουσείων της Ελλάδας, που πραγματοποιήθηκε στη Μύκονο το 1984. Ενσάρκωσε την ιδέα ενός υπαίθριου μουσείου και περιέλαβε ως εκθέματά του το μύλο του Μπόνη και κάποιες νεότερες αγροτικές εγκαταστάσεις στον περιβάλλοντα χώρο, όπως το αλώνι, ο περιστεριώνας και ο φούρνος. Το αλώνι, ο μύλος και ο φούρνος είναι οι τρεις εγκαταστάσεις που για πολλούς αιώνες εξασφάλιζαν στο Μυκονιάτη το ψωμί, το βασικότερο στοιχείο της διατροφής του.
Σκοπός του Αγροτομουσείου είναι να διασώσει και να συντηρήσει ζωντανό το στοιχείο της αγροτικής νησιωτικής Ελλάδας, το οποίο στην Μύκονο καλείται «χωριό». Επίσης, στο Αγροτομουσείο Μυκόνου μπορεί κανείς να δει ομάδες εργαλείων και μηχανημάτων από την προβιομηχανική ή πρωτοβιομηχανική εποχή, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή και την μεταποίηση αγροτικών προϊόντων.

Α.Τ. ΜΥΚΟΝΟΥ ΚΥΚΛΑΔΩΝ
Τουριστική Αστυνομία: 22890 22 482
Δημοτική Αστυνομία: 22890 28 890