Νομός: Έβρου
Μέρη κοντινά με Άγιος Αθανάσιος
Τὸ Βυζαντινὸ κάστρο Ἐμπύθιον στὸν Ἔβρο.
Τὸ κάστρο τοῦ Πυθίου ἢ κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς Ἐμπύθιον, εἶναι κτισμένο στὴν ἀπόληξη τῆς ὀροσειρᾶς τῆς ἀνατολικῆς Ροδόπης, πρὸς τὴν παραποτάμια πεδιάδα τοῦ Ἔβρου ποταμοῦ. Βρίσκεται στὸν σύγχρονο οἰκισμὸ τοῦ Πυθίου, σὲ ἀπόσταση 15 χλμ. βόρεια ἀπὸ τὸ Διδυμότειχο. Χτίστηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ἰωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό καὶ ἀποτέλεσε τὸ προσωπικό του ἀπόρθητο καταφύγιο στὶς ἐμφύλιες διαμάχες τῆς αὐτοκρατορίας. "Ἦν γάρ κρατερώτατον τὸ φρούριον ἐκ τῶν τοιχῶν τῆς κατασκευῆς" ἀνέφερε χαρακτηριστικά.
Η ίδρυση του κάστρου σχετίζεται μάλλον με τις δυναστικές έριδες που ξέσπασαν στο Βυζάντιο τον 14ο αι., αφού σύμφωνα με τον Γρηγορά ανακαινίστηκε εκ θεμελίων με μεγάλες δαπάνες από τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, την εποχή διακυβέρνησης του Ανδρόνικου Γ΄ (1328-1341) ως έδρα και προσωπικό του καταφύγιο ("προσωπικόν του ταμιείον"). Χαρακτηριστική είναι η απουσία προγενέστερων κτισμάτων πάνω στο λόφο. Το "Εμπύθιον" ή " Πύθιον", που ήταν γνωστό για τα απόρθητα τείχη του, ανήκε στον Καντακουζηνό ακόμη και στις πιο δύσκολες ώρες. Έτσι στα 1342, όταν ο τελευταίος εγκατέλειψε στις 5 Μαρτίου το Διδυμότειχο, καθώς και στις αρχές του καλοκαιριού του 1344 πολιορκήθηκε ανεπιτυχώς από τον Αλέξιο Απόκαυκο. Το χειμώνα του 1352 το φρούριο απειλήθηκε από τους Βουλγάρους, που είχαν συμμαχήσει με τους Παλαιολόγους εναντίον του Ιωάννη Καντακουζηνού
Τὸ κάστρο ὑπέκυψε στὶς ἐπιχειρήσεις τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων κατὰ τὴν προέλασή τους πρὸς τὴν Θράκη. Μετὰ τὸν παροπλισμό του ἀναπτύχθηκε γύρω ἕνας οἰκισμός, γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Καλελὶ Μπουργκᾶζ. Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἐπαναστάσεως, στὸ χωριὸ ἐτάφη ὁ πατριάρχης Κύριλλος, ὁ ὁποῖος ἀπαγχονίστηκε στὴν Ἀδριανούπολη τὸ 1821.
Σήμερα τὸ κάστρο θεωρεῖται ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα διατηρηθέντα δείγματα Βυζαντινῆς Στρατιωτικῆς ἀρχιτεκτονικῆς.
Oχυρώσεις: Στο ΒΑ άκρο του σημερινού χωριού του Πυθίου και πάνω σε γήλοφο βρίσκονται τα ερείπια του μεσαιωνικού φρουρίου. Από το κάστρο σώζονται ένας ισχυρός ορθογώνιος και επιβλητικός πύργος στα Β (διαστάσεις 19Χ14 πόδια, πάχος τοίχου έως 2, 5 μ.), που αποτελούσε τον πυρήνα της οχύρωσης και χρονολογείται στα 1331, ένας άλλος μικρότερος, τετράγωνος μεταγενέστερος στα Ν (μήκος πλευράς 9 πόδια), καθώς και το μεταπύργιό τους, όπου σχηματίζεται η κεντρική τοξωτή πύλη εισόδου προς την εσωτερική αυλή με κάποιες πρόχειρες εγκαταστάσεις για τη φρουρά Ο κεντρικός πύργος υπήρξε είδος κατοικίας, κτισμένο με μεγάλους δόμους, άτακτο πλινθοπερίκλειστο σύστημα και ζωνάρια πλινθοδομής. Διαιρείται σε ισόγειο, δύο ορόφους και δώμα. Στους ορόφους διαμορφώνονται τέσσερις χώροι μέσω ισάριθμων τόξων, που συνδέουν τους εξωτερικούς τοίχους με έναν κεντρικό κτιστό και ογκώδη πεσσό. Στο Β. τοίχο υπήρχε κτιστή εντοιχισμένη σκάλα για τη μεταξύ τους επικοινωνία. Εμφανίζει ομοιότητες με τον πύργο στη Παλιάπολη Σαμοθράκης και με εκείνον της Αδριανούπολης, που βρισκόντουσαν επίσης στην περιφέρεια Κων/πολης. Ο δεύτερος καθαρά αμυντικού χαρακτήρα πύργος έχει τρεις ορόφους, που επικοινωνούν με κλίμακες και προσβάσεις είτε από την αυλή είτε από τον κεντρικό πύργο. Ο άξονας κατασκευής των δύο πύργων και του ενδιάμεσου τείχους έχει φορά από ΒΔ προς ΝΑ. Στα Α των πύργων διακρίνονται τα ίχνη ενός οχυρωματικού περιβόλου που έκλεινε το συγκρότημα στην Β και Α πλευρά του, σχηματίζοντας έτσι μια εσωτερική αυλή. Στο Β άκρο του φυσικού εξάρματος, που κόπηκε από τη διάνοιξη σιδηροδρομικής γραμμής και δρόμου, υπήρχε πιθανώς και τρίτος πύργος, σε απόσταση 85 μ. από τον κεντρικό. Σε απόσταση 120 ποδιών Δ του κεντρικού πύργου, μέσα στο σημερινό οικισμό του Πυθίου, διακρίνεται επίσης και τμήμα του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου του φρουρίου (έως 3 μ. πάχος). Το κάστρο πέρα από στρατιωτικό - αμυντικό έργο υπήρξε μία μνημειώδης και μεγαλοπρεπής αυτοκρατορική εγκατάσταση. Οι τάσεις του αρχιτέκτονα-μηχανικού δεν ήταν μόνο οι στατικές αλλά και οι μορφολογικές λύσεις και διαμορφώσεις όγκων και χώρων.
